Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Για πόσα like, ρε γαμώτο...


Της Νίκης Τρουλλινού*
πηγή: ΕΠΟΧΗ
Από το 2004 που ο Μαρκ Ζού­κε­μπερ­γκ σκά­ρω­σε το πρώ­το facebook, για­τί δεν τον έ­βα­ζαν στην πα­ρέα τους τα πλου­σιό­παι­δα του Χάρ­βαρ­ντ, αυ­τόν, τον τε­τρα­πέ­ρα­το μι­κρό ε­βραίο, κύ­λη­σε κά­μπο­σο νε­ρό στ’ αυ­λά­κι: η με­το­χή της ε­ται­ρείας του έ­πε­σε χα­μη­λά στο χρη­μα­τι­στή­ριο της Νέ­ας Υόρ­κης, ο ί­διος κα­τρα­κύ­λη­σε λι­γου­λά­κι στη λί­στα των πλου­σιό­τε­ρων του κό­σμου, αλ­λά το fb μπή­κε στην ζωή των Ελλή­νων για τα κα­λά. Έχω την αί­σθη­ση -κι αν κά­νω λά­θος συγ­χω­ρέ­στε με- πως η έ­ξαρ­ση της χρή­σης του δεν μας έ­φθα­σε α­πευ­θείας α­πό την Εσπε­ρία, αλ­λά μέ­σω Αρα­βι­κής Άνοι­ξης -μα πώς γε­μί­ζουν ε­κεί οι πλα­τείες; (Αν μέ­χρι τέ­λος μεί­νει ά­νοι­ξη και δεν γυ­ρί­σει σε βα­ρύ μα­ντι­λο­δε­μέ­νο χει­μώ­να).

 Ο Ού­μπερ­το Έκο κά­που λέει πως το δια­δί­κτυο εί­ναι το βα­σί­λειο της μο­να­ξιάς, (ε­πι­τρέψ­τε μου: μπο­ρεί και το πρι­γκι­πά­το του ναρ­κισ­σι­σμού μας). Δύ­σκο­λα πρωι­νά, νύ­κτες που ο ύ­πνος δεν κα­τε­βαί­νει στα βλέ­φα­ρα, μο­να­χι­κές γυ­ναί­κες, άν­δρες που δεν μι­λούν αλ­λά χτυ­πούν το πληκ­τρο­λό­γιο, ε­παγ­γελ­μα­τίες της γρα­φής, δη­μο­σιο­γρά­φοι και ε­κα­το­ντά­δες ι­στο­λό­για, blogs, «τοί­χοι» γε­μά­τοι άρ­θρα, χι­λιά­δες άρ­θρα, πα­ρα­γω­γοί ρα­διο­φώ­νου και μου­σι­κές. Δια­φη­μι­στι­κές σε­λί­δες, ά­ξιος ο μι­σθός τους, δη­μό­σιες σχέ­σεις α­πό μα­κριά, πα­λιές φω­το­γρα­φίες και μνή­μες να σε πιά­νουν α­πό το λαι­μό, η νο­σταλ­γία δεν εί­ναι δα και ο κα­λύ­τε­ρος των συμ­βού­λων. Συμ­μα­θη­τές, α­χ, πώς πέ­ρα­σαν τα χρό­νια, πα­λιοί έ­ρω­τες, εκ­πρό­θε­σμη διεκ­δί­κη­ση συ­ναι­σθη­μά­των, τσε­κά­ρεις οι­κειό­τη­τες, υ­πό­γεια φλερ­τ, υ­περ­βο­λές και υ­πο­βο­λές, α­νά­πη­ρες φι­λίες- η φι­λία θέ­λει άγ­γιγ­μα και ώ­μο ν’ α­κου­μπή­σεις. Κι ε­κεί­νο το «μου α­ρέ­σει», like. Το πα­τάς, το χτυ­πάς, δε­κά­δες φο­ρές την η­μέ­ρα και κα­μώ­νε­σαι πως κά­που α­νή­κεις κι ε­σύ. Ένα α­πέ­ρα­ντο ντι­βά­νι ψυ­χα­νά­λυ­σης το fb, ο Σ. Φρόι­ντ τρί­βει τα χέ­ρια του α­πό χα­ρά, χα­ρά και σκε­πτι­κι­σμό: αυ­τός, ο ευ­φυέ­στε­ρος των ευ­φυών δεν ξε­γε­λιέ­ται εύ­κο­λα.
Οι πλη­ρο­φο­ρίες κά­θε μορ­φής και εν­δια­φέ­ρο­ντος πέ­φτουν με α­σύλ­λη­πτους ρυθ­μούς στον χρή­στη. Όμως, ο κα­ται­γι­σμός των πλη­ρο­φο­ριών, η υ­περ­κα­τα­νά­λω­ση της πλη­ρο­φό­ρη­σης δεν α­κυ­ρώ­νει αυ­τήν την ί­δια την πλη­ρο­φο­ρία; Τι μέ­νει α­π’ αυ­τά που σή­με­ρα «ξε­φύλ­λι­σα»; Τι κα­τα­νοή­θη­κε; Τι α­ξιο­λο­γή­θη­κε; Τι α­φο­μοιώ­θη­κε; Υπάρ­χει χρό­νος και χώ­ρος μέ­σα μας για α­νά­λυ­ση και σύν­θε­ση ό­λου αυ­τού του ό­γκου των «μα­ντά­των»; Με άλ­λα λό­για: βα­θαί­νει τη σκέ­ψη μας, ή τη με­τα­τρέ­πει σε ε­πι­πό­λαιο παπ­πα­τρέ­χα;

***

Από νε­α­ρή φί­λη έ­φτα­σε η φω­το­γρα­φία και το άρ­θρο που τη συ­νο­δεύει: έ­να Το­γιό­τα βα­ρυ­φορ­τω­μέ­νο σε α­γρο­τι­κό δρό­μο. Η κα­ρό­τσα του μοιά­ζει να α­γκο­μα­χεί, α­πό το βά­ρος του φορ­τίου, πά­νω σε ρό­δες που βα­ρια­να­στε­νά­ζουν. Όχι, δεν πρό­κει­ται για καρ­πού­ζια ή λο­γής κη­πευ­τι­κά, ού­τε κα­ρέ­κλες κου­βα­λούν σε πα­νη­γύ­ρι, το πα­νη­γύ­ρι άλ­λο εί­ναι: τα παι­διά. Αγό­ρια και κο­ρί­τσια, στην τρυ­φε­ρή η­λι­κία των δώ­δε­κα, των δε­κα­τριών, λί­γο πιο πριν, λί­γο πιο με­τά. Πη­γαί­νουν σχο­λείο. Ακρι­βώς. Σα­ρά­ντα χι­λιό­με­τρα α­πό τα χω­ριά του Σου­λίου ως την Πα­ρα­μυ­θιά. Το άρ­θρο ε­νη­με­ρώ­νει πως, Σε­πτέμ­βριο του 2012 τα παι­διά πη­γαί­νουν σχο­λείο στην κα­ρό­τσα κά­ποιου α­γρο­τι­κού, μια και το ελ­λη­νι­κό γκου­βέρ­νο δεν έ­χει, δεν μπο­ρεί να πλη­ρώ­σει στο ΚΤΕΛ της πε­ριο­χής τα χρω­στού­με­να. Κά­που μι­σό ε­κα­τομ­μύ­ριο ευ­ρώ.
Κοι­τώ κα­λά τη φω­το­γρα­φία. Με­τρώ, έ­να, δύο, έν­δε­κα ή μάλ­λον δώ­δε­κα νε­α­νι­κά κε­φά­λια, τ’ α­γό­ρια, α­θώα ως συ­νή­θως, κοι­τούν μπρο­στά το δρό­μο, ί­σως και να ο­νει­ρεύο­νται πως κά­θο­νται στη θέ­ση του ο­δη­γού κι εί­ναι «αυ­το­κι­νη­τά­δες», τα κο­ρί­τσια κοι­τούν μάλ­λον το φα­κό, έ­χουν πά­ρει χα­μπά­ρι το φω­το­γρά­φο κά­που πιο πί­σω, έ­να δυο πο­ζά­ρουν κιό­λας χα­μο­γε­λα­στά. Την προ­σο­χή μου τρα­βά μια σχο­λι­κή σά­κα, φορ­τω­μέ­νη μου μοιά­ζει, βγαί­νει έ­ξω α­πό την κα­ρό­τσα, στα δε­ξιά, μοιά­ζει έ­τοι­μη να α­νοί­ξει, τα βι­βλία θα σκορ­πί­σουν στο δρό­μο, βι­βλία κι άλ­λα βι­βλία, δρό­μο ο­λό­κλη­ρο θα στρώ­σουν, η δια­δρο­μή ως τη γει­το­νι­κή κω­μό­πο­λη βι­βλία αν­θι­σμέ­νη, εί­ναι τό­σο της μό­δας αυ­τές οι φω­το­γρα­φίες του φα­ντα­στι­κού α­πό τα ε­πι­δέ­ξια χέ­ρια γρα­φί­στα, τις α­νε­βά­ζουν οι α­νά τον κό­σμο λά­τρεις του βι­βλίου. Και του face book, στους τοί­χους του facebook βε­βαίως.
Σκέ­φτο­μαι αίφ­νης τη δι­κή μου γε­νιά: τα παι­διά των χω­ριών και των α­πο­μα­κρυ­σμέ­νων οι­κι­σμών πή­γα­νε στα σχο­λειά με τις ί­διες και α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρες δυ­σκο­λίες. Στις πό­λεις, κα­λύ­τε­ρα κά­πως τα πράγ­μα­τα, μα και πά­λι, πού να μπεις στον πα­ρά­δει­σο του χαρ­το­πω­λείου και να τα κα­τε­βά­σεις ό­λα, το βλέμ­μα της μη­τέ­ρας αυ­στη­ρό κα­θο­δη­γού­σε: αυ­τό ό­χι, ού­τε αυ­τό. Και κεί­νο το φρι­χτό γά­λα της α­με­ρι­κά­νι­κης βοή­θειας, ως αρ­γά μέ­σα στη δε­κα­ε­τία του ε­ξή­ντα. Αλλά, ό­λα κι ό­λα, ε­μείς τα κα­τα­φέ­ρα­με. Σπου­δά­σα­με, α­γω­νι­στή­κα­με, ή­μα­σταν η πε­ρί­φη­μη γε­νιά του Πο­λυ­τε­χνείου, και εί­μα­στε αυ­τοί που με­τά το ε­βδο­μή­ντα τέσ­σε­ρα ή και το ο­γδό­ντα, εί­χα­με δου­λειά, γρα­φεία, διο­ρι­σμό, θέ­ση σε ε­πι­τρο­πές και ε­πι­τρο­πά­τα, κομ­μα­τι­κές κα­ρέ­κλες, συν­δι­κα­λι­στι­κά ο­φί­τσια, υ­πουρ­γι­λί­κια και βου­λευ­τι­λί­κια, ά­κριες σε ε­πι­δο­τή­σεις και προ­γράμ­μα­τα, ε­πι­χει­ρή­σεις, κτη­μα­τά­κια, ε­ξο­χι­κό, αυ­το­κί­νη­τα, τα­ξι­δά­κια, ε, και κα­νά κό­σμη­μα δεν βλά­πτει. Και πή­γα­με τα παι­διά σε κα­λά σχο­λεία, πλη­ρώ­σα­με πα­κτω­λό χρη­μά­των την πα­ρα­παι­δεία (κι ας υ­πο­ψια­ζό­μα­σταν πό­σο πο­λύ α­πα­ξιώ­να­με και έ­τσι το δη­μό­σιο σχο­λειό). Η γε­νιά μου, α­νερ­χό­με­νη με­σαία τά­ξη του τό­που, ό­λα νό­μι­ζε πως τα εί­χε, χρή­μα ζε­στό στο χέ­ρι και χρή­μα των τρα­πε­ζών, η το­κο­γλυ­φία δεν α­νή­κε στο λε­ξι­λό­γιο μας, το «μέ­τρον ά­ρι­στον» βα­θιά στο πα­ρελ­θόν, έ­βλε­πε μό­νο στα πρό­σω­πα των παι­διών της αυ­τό που της πλά­σα­ρε η δυ­τι­κή ευ­μά­ρεια με χρή­μα δα­νει­κό, φίρ­μες, α­κρι­βά γού­στα, φα­ντα­σιώ­σεις. Μια Φο­ντέιν για το μπα­λέ­το, τον αυ­ρια­νό Γκά­λη στα γή­πε­δα, τον διά­δο­χο του Βί­λα Λό­μπος στην κι­θά­ρα. Έγι­ναν και φο­βε­ρή μό­δα κά­τι πα­λιές μαυ­ρό­ασ­πρες φω­το­γρα­φίες: πα­ρά­γκες για σχο­λεία, ξε­χαρ­βα­λω­μέ­να θρα­νία, ξυ­πό­λη­τα παι­διά, τρύ­πια πα­που­τσά­κια: η μα­τιά της Βού­λας Πα­παϊωάν­νου πά­νω στην εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κή, λί­γο πρι­ν-λί­γο με­τά, Ελλά­δα. Το ή­θος μιας πε­ρα­σμέ­νης ε­πο­χής ή­ταν το άλ­λο­θί μας.
Στην κα­ρό­τσα τα παι­διά για την Πα­ρα­μυ­θιά, τώ­ρα. Το πα­ρα­μύ­θι μας τέ­λειω­σε, α­κό­μη και αυ­τή η πα­ρα­μυ­θία α­πού­σα, η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση, δι­κό τους παι­γνί­δι στη δι­κή μας πόρ­τα πρώ­τα κά­θι­σε, α­πα­ντή­σεις δεν έ­χω, οι εύ­κο­λες α­πα­ντή­σεις με τρο­μά­ζουν, το πα­ρελ­θόν, λοι­πόν, μπρο­στά ως το μό­νο μέλ­λο­ν; Κι ύ­στε­ρα… Ωραία αυ­τή η φω­το­γρα­φία στο facebook.

***

Έχει σκο­τει­νιά­σει στο γρα­φείο, η βι­βλιο­θή­κη κά­νει γω­νία με το μι­σά­νοι­χτο πα­ρά­θυ­ρο, τα γα­τιά έ­ξω στο δρό­μο γουρ­γου­ρί­ζουν δυ­σα­ρε­στη­μέ­να. Όλο και πιο συ­χνά στους κά­δους των α­πορ­ριμ­μά­των, δι­κό τους πα­λαιό­θεν τσι­φλί­κι, άν­δρες ά­γνω­στοι α­πό μα­κρι­νές γει­το­νιές σκα­λί­ζουν τα σκου­πί­δια. Ωραία η φω­τό στο facebook, θα χτυ­πή­σω like, θα την κοι­νο­ποιή­σω και σε φί­λους, like θα κά­νουν και αυ­τοί, θα την α­νε­βά­σω στον τοί­χο μου, φυ­σι­κά, μπο­ρώ να κοι­μη­θώ ή­συ­χα γι’ α­πό­ψε, η συ­νεί­δη­σή μου ε­πα­να­παυ­μέ­νη, η α­γω­νία, η προ­σπά­θεια α­να­βάλ­λο­νται, αύ­ριο, βλέ­που­με, αύ­ριο θα δού­με και πό­σα «λάικ» -για πό­σα λάικ ρε γα­μώ­το- έ­χουν πιά­σει και τα παι­διά μέ­σα στην κα­ρό­τσα.

* Η Νί­κη Τρουλ­λι­νού εί­ναι πε­ζο­γρά­φος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: