Ή οι βλαβερές συνέπειες της μείωσης των μισθών
του Βλάση Μισσού και του Μιχάλη Βεληζιώτη
πηγή: Ενθέματα
Ανταγωνιστικότητα: μια μαγική λέξη στο όνομα της οποίας ομνύουν τόσοι και τόσοι. Μια λέξη που εκφράζει την αισθητή μείωση του εργασιακού κόστους, η οποία θα καταστήσει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες μας φτηνότερα, και άρα ελκυστικότερα, στους αγοραστές του εξωτερικού. Η διαρκής χρήση της από τους θιασώτες της νεοφιλελεύθερης πτέρυγας και της συνακόλουθης πολιτικής των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, υπαινίσσεται μια σειρά πολιτικών προτάσεων και διαρθρωτικών μέτρων, όπως: περικοπές μισθών/ημερομισθίων και επιδομάτων, μείωση ασφαλιστικών εισφορών, προώθηση ευέλικτων μορφών απασχόλησης, κατάργηση ή τακτική αναθεώρηση του κατώτατου μισθού κ.ά. Με τον τρόπο αυτό, διακηρύσσουν οι θιασώτες αυτής της αντίληψης, η ελληνική οικονομία, σταδιακά, θα τονώσει τις εξαγωγές της και θα βελτιώσει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, με αποτέλεσμα την εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, συνεχίζει η ίδια παραδοχή-προφητεία, ο καρπός της ανάπτυξης θα βλασταίνει και η ελληνική οικονομία θα μετασχηματίζεται σε μια ατόφια δυτικοευρωπαϊκή, που δεν θα ’χει να ζηλέψει τίποτα από τις υπόλοιπες του ευρωπαϊκού Βορρά – παρά μόνον τους μισθούς και τις συντάξεις. Τα τελευταία θα τείνουν προς τα επίπεδα των εξαρτημένων οικονομιών της Βαλκανικής και άλλων συναφών και μη ενταγμένων (ακόμα) στη ζώνη του ευρώ, χωρών.
Η «ανταγωνιστικότητα» αποτελεί τον βασικό στόχο της περιβόητης συμφωνίας Euro-plus-pact, που υιοθετήθηκε από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης την άνοιξη του 2011, καθώς και ορισμένες ευρωπαϊκές οικονομίες εκτός της νομισματικής ζώνης (Βουλγαρία, Δανία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ρουμανία και προσφάτως Κροατία). Το αβανταδόρικο όνομα της συμφωνίας αποτελεί μετεξέλιξη του πρωταρχικού «Συμφώνου για την Ανταγωνιστικότητα» (Competitiveness Pact), στο οποίο και υπογραμμίζεται η απαραίτητη αναθεώρηση των διαδικασιών εκτίμησης των ακαθάριστων μισθών. Tα παραγγέλματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αμείλικτα, εάν αναλογιστεί κανείς ότι πριν από έναν μήνα ο Όλι Ρεν επέπληξε ανοιχτά τη γαλλική και την ιταλική κυβέρνηση για την καθυστέρησή τους να λάβουν μέτρα για την τόνωση του δικού τους εμπορικού ελλείμματος. Κατά συνέπεια, το αίτημα της ανταγωνιστικότητας εγείρεται με έντονο τρόπο και αποτελεί ένα από τα μόνιμα θεμάτα συζήτησης σε όλα τα Eurogroup των τελευταίων πέντε ετών.
Στα τέλη του Γενάρη, η ενδιάμεση έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, με τίτλο «Η Νέα Οικονομική Διακυβέρνηση στη Ζώνη του Ευρώ και η Ελλάδα» (goo.gl/4gGO2f) επισημαίνει ότι «το Euro-plus-pact αποτελεί ένα ακόμα βήμα διείσδυσης στην εθνική κυριαρχία», αφού συνδέει άμεσα την εσωτερική υποτίμηση με τη βελτίωση των δημοσιονομικών μας μεγεθών. Η «βελτίωση» αυτή θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με συγκεκριμένους δείκτες που καθορίζονται από αυτό. Επί παραδείγματι, η πρόταση για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών κατά 3,9%, προσβλέπει στην συρρίκνωση του ακαθάριστου κόστους εργασίας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της την παράλληλη πίεση που θα δεχτούν οι ταμειακές ροές των ασφαλιστικών ταμείων για την καταβολή συντάξεων.
Πόσο επηρεάζουν οι μισθοί την τιμή πώλησης ενός προϊόντος;
Ακόμα όμως κι εάν συναινέσει κανείς σε μια τέτοια πολιτική μείωσης των ακαθάριστων αποδοχών των εργαζομένων, θα πρέπει παράλληλα να δεχθεί και μια σειρά από προϋποθέσεις που αντίκεινται πλήρως στα πραγματικά δεδομένα.
Πρώτον, θα πρέπει να δεχθούμε ότι οι μισθοί των εργαζομένων επηρεάζουν άμεσα και σε καθοριστικό βαθμό την τιμή πώλησης ενός προϊόντος στο εξωτερικό. Αυτό σημαίνει ότι τα είδη ένδυσης και υπόδησης που παράγουν οι γνωστές αθλητικές φίρμες στις αναπτυσσόμενες χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ασίας, με κόστος εργασίας μερικές δεκάδες ευρώ την εβδομάδα, δεν θα έπρεπε να πωλούνται τόσο ακριβά στην Ευρώπη. Η μείωση του κόστους φαίνεται τις περισσότερες φορές να μην μετακυλίεται στον τελικό καταναλωτή, αλλά απλώς να αυξάνει τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων και των πολλαπλών μεσαζόντων. Δεύτερον, θα ήταν πραγματικά δύσκολο να πείσουμε οιποιονδήποτε ότι η τιμή του κατεξοχήν εξαγώγιμου προϊόντος του πλανήτη, του πετρελαίου, καθορίζεται από το κόστος εργασίας στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Τρίτον, πρέπει να αναρωτηθούμε για τους λόγους που η μνημονιακή προπαγάνδα εστιάζεται στη βελτίωση της εγχώριας ανταγωνιστικότητας προβάλλοντας το παράδειγμα της Κίνας, κι όχι εκείνο της Γερμανίας. Με άλλα λόγια, προβάλλεται ο δρόμος της υποτιμημένης εργασίας και όχι της ανατιμημένης αξίας των προς εξαγωγή προϊόντων. Τέλος, η σχέση μεταξύ των δύο αυτών εξαγωγικών γιγάντων αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδοξο. Ενώ το εμπορικό τους πλεόνασμα για το 2013, υπολογίζεται να είναι περίπου το ίδιο (188 δισ. ευρώ για την πρώτη και 198 για τη δεύτερη) και ενώ το κόστος εργασίας στη Γερμανία (σε σχέση με την Κίνα) είναι σαφέστατα υψηλότερο, οι γερμανικές εξαγωγές προς την Κίνα αυξήθηκαν κατά 67% τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, διαδραματίζει το σχετικό κόστος εργασίας τον ρόλο που αναμένει η νεοφιλελεύθερη θεωρία; Ρητορικό το ερώτημα.
Οι μισθοί δεν αποτελούν μόνο κόστος αλλά και τμήμα της ζήτησης
Τι έχουν λοιπόν να επιδείξουν μέχρι στιγμής οι αλλεπάλληλες πολιτικές μείωσης των μισθών και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας στη χώρα μας; Είναι εμφανές ότι με την έναρξη της εφαρμογής των Μνημονίων στη χώρα μας, οι εισαγωγές μειώθηκαν θεαματικά, ενώ οι εξαγωγές παρέμειναν σχεδόν σταθερές (βλ. Διάγραμμα). Η συρρίκνωση, λοιπόν, του εμπορικού ελλείμματος που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια είναι αποκλειστικά και μόνο αποτέλεσμα της μειωμένης ζήτησης για εισαγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες. Και αυτό έχει μια πολύ απλή εξήγηση: οι μισθοί των εργαζομένων δεν αποτελούν μόνο κόστος, αλλά και τμήμα της ζήτησης. Ενώ, λοιπόν, σύμφωνα με τα όσα αναφέραμε παραπάνω, δεν είναι καθόλου βέβαιο το κατά πόσο η μείωση του κόστους εργασίας θα επιφέρει αύξηση των εξαγωγών, είναι απολύτως βέβαιο ότι, την ίδια στιγμή, μειώνει τη ζήτηση για εισαγωγές, λειτουργώντας ως παράγοντας ύφεσης προς τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. και υποσκάπτοντας τους στενούς εμπορικούς δεσμούς μεταξύ των κρατών μελών και ημών. Η «επιτυχία» λοιπόν της μείωσης του εμπορικού ελλείμματος είναι ανάλογη της «επιτυχίας» της μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος. Και οι δύο εξελίξεις οφείλονται στις εκπτώσεις και περικοπές του επιπέδου διαβίωσης των εργαζομένων, είτε αυτή αντανακλάται στους μισθούς, είτε στις παροχές δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών. Η ανταγωνιστικότητα και οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί αποτελούν τα δύο οχήματα προώθησης του νέου ευρωπαϊκού σχεδιασμού και προαπαιτούμενα της εκκίνησης ενταξιακών συνομιλιών (βλ. Βουλγαρία, Ουκρανία και αλλού).
Η μεταστροφή του δημόσιου διαλόγου για την κατανόηση των τρόπων με τους οποίους μια διαφορετική και αντίρροπη πολιτική είναι εφικτή και βιώσιμη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οφείλει να ξεκινάει από τα πλέον προβεβλημένα επιχειρήματα της μνημονιακής ρητορείας. Με άλλα λόγια, πρέπει να γίνει κατανοητό πως η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου και τα πλεονάσματα (εμπορικά και δημοσιονομικά) δεν είναι προνόμια των σκληρών νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Και, επίσης, στον βαθμό που αυτά κρίνονται απαραίτητα, μπορούν να προέλθουν από μια διαμετρικά αντίθετη λογική και ταξικά μεροληπτική πολιτική: από την υιοθέτηση μέτρων εισοδηματικής επέκτασης και υψηλής κοινωνικής ευαισθησίας.
πηγή: Ενθέματα
Ανταγωνιστικότητα: μια μαγική λέξη στο όνομα της οποίας ομνύουν τόσοι και τόσοι. Μια λέξη που εκφράζει την αισθητή μείωση του εργασιακού κόστους, η οποία θα καταστήσει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες μας φτηνότερα, και άρα ελκυστικότερα, στους αγοραστές του εξωτερικού. Η διαρκής χρήση της από τους θιασώτες της νεοφιλελεύθερης πτέρυγας και της συνακόλουθης πολιτικής των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, υπαινίσσεται μια σειρά πολιτικών προτάσεων και διαρθρωτικών μέτρων, όπως: περικοπές μισθών/ημερομισθίων και επιδομάτων, μείωση ασφαλιστικών εισφορών, προώθηση ευέλικτων μορφών απασχόλησης, κατάργηση ή τακτική αναθεώρηση του κατώτατου μισθού κ.ά. Με τον τρόπο αυτό, διακηρύσσουν οι θιασώτες αυτής της αντίληψης, η ελληνική οικονομία, σταδιακά, θα τονώσει τις εξαγωγές της και θα βελτιώσει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, με αποτέλεσμα την εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, συνεχίζει η ίδια παραδοχή-προφητεία, ο καρπός της ανάπτυξης θα βλασταίνει και η ελληνική οικονομία θα μετασχηματίζεται σε μια ατόφια δυτικοευρωπαϊκή, που δεν θα ’χει να ζηλέψει τίποτα από τις υπόλοιπες του ευρωπαϊκού Βορρά – παρά μόνον τους μισθούς και τις συντάξεις. Τα τελευταία θα τείνουν προς τα επίπεδα των εξαρτημένων οικονομιών της Βαλκανικής και άλλων συναφών και μη ενταγμένων (ακόμα) στη ζώνη του ευρώ, χωρών.
Η «ανταγωνιστικότητα» αποτελεί τον βασικό στόχο της περιβόητης συμφωνίας Euro-plus-pact, που υιοθετήθηκε από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης την άνοιξη του 2011, καθώς και ορισμένες ευρωπαϊκές οικονομίες εκτός της νομισματικής ζώνης (Βουλγαρία, Δανία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ρουμανία και προσφάτως Κροατία). Το αβανταδόρικο όνομα της συμφωνίας αποτελεί μετεξέλιξη του πρωταρχικού «Συμφώνου για την Ανταγωνιστικότητα» (Competitiveness Pact), στο οποίο και υπογραμμίζεται η απαραίτητη αναθεώρηση των διαδικασιών εκτίμησης των ακαθάριστων μισθών. Tα παραγγέλματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αμείλικτα, εάν αναλογιστεί κανείς ότι πριν από έναν μήνα ο Όλι Ρεν επέπληξε ανοιχτά τη γαλλική και την ιταλική κυβέρνηση για την καθυστέρησή τους να λάβουν μέτρα για την τόνωση του δικού τους εμπορικού ελλείμματος. Κατά συνέπεια, το αίτημα της ανταγωνιστικότητας εγείρεται με έντονο τρόπο και αποτελεί ένα από τα μόνιμα θεμάτα συζήτησης σε όλα τα Eurogroup των τελευταίων πέντε ετών.
Στα τέλη του Γενάρη, η ενδιάμεση έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, με τίτλο «Η Νέα Οικονομική Διακυβέρνηση στη Ζώνη του Ευρώ και η Ελλάδα» (goo.gl/4gGO2f) επισημαίνει ότι «το Euro-plus-pact αποτελεί ένα ακόμα βήμα διείσδυσης στην εθνική κυριαρχία», αφού συνδέει άμεσα την εσωτερική υποτίμηση με τη βελτίωση των δημοσιονομικών μας μεγεθών. Η «βελτίωση» αυτή θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με συγκεκριμένους δείκτες που καθορίζονται από αυτό. Επί παραδείγματι, η πρόταση για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών κατά 3,9%, προσβλέπει στην συρρίκνωση του ακαθάριστου κόστους εργασίας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της την παράλληλη πίεση που θα δεχτούν οι ταμειακές ροές των ασφαλιστικών ταμείων για την καταβολή συντάξεων.
Πόσο επηρεάζουν οι μισθοί την τιμή πώλησης ενός προϊόντος;
Ακόμα όμως κι εάν συναινέσει κανείς σε μια τέτοια πολιτική μείωσης των ακαθάριστων αποδοχών των εργαζομένων, θα πρέπει παράλληλα να δεχθεί και μια σειρά από προϋποθέσεις που αντίκεινται πλήρως στα πραγματικά δεδομένα.
Πρώτον, θα πρέπει να δεχθούμε ότι οι μισθοί των εργαζομένων επηρεάζουν άμεσα και σε καθοριστικό βαθμό την τιμή πώλησης ενός προϊόντος στο εξωτερικό. Αυτό σημαίνει ότι τα είδη ένδυσης και υπόδησης που παράγουν οι γνωστές αθλητικές φίρμες στις αναπτυσσόμενες χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ασίας, με κόστος εργασίας μερικές δεκάδες ευρώ την εβδομάδα, δεν θα έπρεπε να πωλούνται τόσο ακριβά στην Ευρώπη. Η μείωση του κόστους φαίνεται τις περισσότερες φορές να μην μετακυλίεται στον τελικό καταναλωτή, αλλά απλώς να αυξάνει τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων και των πολλαπλών μεσαζόντων. Δεύτερον, θα ήταν πραγματικά δύσκολο να πείσουμε οιποιονδήποτε ότι η τιμή του κατεξοχήν εξαγώγιμου προϊόντος του πλανήτη, του πετρελαίου, καθορίζεται από το κόστος εργασίας στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Τρίτον, πρέπει να αναρωτηθούμε για τους λόγους που η μνημονιακή προπαγάνδα εστιάζεται στη βελτίωση της εγχώριας ανταγωνιστικότητας προβάλλοντας το παράδειγμα της Κίνας, κι όχι εκείνο της Γερμανίας. Με άλλα λόγια, προβάλλεται ο δρόμος της υποτιμημένης εργασίας και όχι της ανατιμημένης αξίας των προς εξαγωγή προϊόντων. Τέλος, η σχέση μεταξύ των δύο αυτών εξαγωγικών γιγάντων αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδοξο. Ενώ το εμπορικό τους πλεόνασμα για το 2013, υπολογίζεται να είναι περίπου το ίδιο (188 δισ. ευρώ για την πρώτη και 198 για τη δεύτερη) και ενώ το κόστος εργασίας στη Γερμανία (σε σχέση με την Κίνα) είναι σαφέστατα υψηλότερο, οι γερμανικές εξαγωγές προς την Κίνα αυξήθηκαν κατά 67% τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, διαδραματίζει το σχετικό κόστος εργασίας τον ρόλο που αναμένει η νεοφιλελεύθερη θεωρία; Ρητορικό το ερώτημα.
Οι μισθοί δεν αποτελούν μόνο κόστος αλλά και τμήμα της ζήτησης
Τι έχουν λοιπόν να επιδείξουν μέχρι στιγμής οι αλλεπάλληλες πολιτικές μείωσης των μισθών και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας στη χώρα μας; Είναι εμφανές ότι με την έναρξη της εφαρμογής των Μνημονίων στη χώρα μας, οι εισαγωγές μειώθηκαν θεαματικά, ενώ οι εξαγωγές παρέμειναν σχεδόν σταθερές (βλ. Διάγραμμα). Η συρρίκνωση, λοιπόν, του εμπορικού ελλείμματος που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια είναι αποκλειστικά και μόνο αποτέλεσμα της μειωμένης ζήτησης για εισαγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες. Και αυτό έχει μια πολύ απλή εξήγηση: οι μισθοί των εργαζομένων δεν αποτελούν μόνο κόστος, αλλά και τμήμα της ζήτησης. Ενώ, λοιπόν, σύμφωνα με τα όσα αναφέραμε παραπάνω, δεν είναι καθόλου βέβαιο το κατά πόσο η μείωση του κόστους εργασίας θα επιφέρει αύξηση των εξαγωγών, είναι απολύτως βέβαιο ότι, την ίδια στιγμή, μειώνει τη ζήτηση για εισαγωγές, λειτουργώντας ως παράγοντας ύφεσης προς τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. και υποσκάπτοντας τους στενούς εμπορικούς δεσμούς μεταξύ των κρατών μελών και ημών. Η «επιτυχία» λοιπόν της μείωσης του εμπορικού ελλείμματος είναι ανάλογη της «επιτυχίας» της μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος. Και οι δύο εξελίξεις οφείλονται στις εκπτώσεις και περικοπές του επιπέδου διαβίωσης των εργαζομένων, είτε αυτή αντανακλάται στους μισθούς, είτε στις παροχές δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών. Η ανταγωνιστικότητα και οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί αποτελούν τα δύο οχήματα προώθησης του νέου ευρωπαϊκού σχεδιασμού και προαπαιτούμενα της εκκίνησης ενταξιακών συνομιλιών (βλ. Βουλγαρία, Ουκρανία και αλλού).
Η μεταστροφή του δημόσιου διαλόγου για την κατανόηση των τρόπων με τους οποίους μια διαφορετική και αντίρροπη πολιτική είναι εφικτή και βιώσιμη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οφείλει να ξεκινάει από τα πλέον προβεβλημένα επιχειρήματα της μνημονιακής ρητορείας. Με άλλα λόγια, πρέπει να γίνει κατανοητό πως η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου και τα πλεονάσματα (εμπορικά και δημοσιονομικά) δεν είναι προνόμια των σκληρών νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Και, επίσης, στον βαθμό που αυτά κρίνονται απαραίτητα, μπορούν να προέλθουν από μια διαμετρικά αντίθετη λογική και ταξικά μεροληπτική πολιτική: από την υιοθέτηση μέτρων εισοδηματικής επέκτασης και υψηλής κοινωνικής ευαισθησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου