Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Αν ό­λα έ­χουν μια τι­μή, τό­τε μπο­ρεί και να τη χά­σουν



πηγή: ΕΠΟΧΗ
Του Ζο­ζέ Κά­στρο Κάλ­ντας *

Πρω­το­βου­λίες και πει­ρα­μα­τι­σμοί για δω­ρεάν διά­θε­ση δη­μό­σιων υ­πη­ρε­σιών και α­γα­θών υ­πάρ­χουν σε πολ­λές χώ­ρες στην Ευ­ρώ­πη. Αν και α­ντι­με­τω­πί­ζουν την εχ­θρό­τη­τα των νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων θεω­ρη­τι­κών, για τους ο­ποίους η σφαί­ρα της ε­μπο­ρευ­μα­το­ποίη­σης δεν έ­χει ό­ρια, με­γά­λο τμή­μα του πλη­θυ­σμού ε­πι­δο­κι­μά­ζει αυ­τές τις ε­πι­λο­γές, πα­ρό­τι ε­πί αιώ­νες δι­δά­σκε­ται να συ­ναλ­λάσ­σε­ται με τους άλ­λους αν­θρώ­πους α­πο­κλει­στι­κά μέ­σω του χρή­μα­τος.
Πά­ντως, φαί­νε­ται πως έ­να εί­ναι σί­γου­ρο: αυ­τό που έ­χου­με συ­νη­θί­σει στις ε­μπο­ρευ­μα­τι­κές κοι­νω­νίες, δεν εί­ναι «φυ­σι­κός κό­σμος», εί­ναι μια ε­πι­λο­γή. Και σαν τέ­τοια, αν υ­πο­θέ­σου­με ό­τι δεν υ­πό­κει­ται σε αλ­λα­γές, του­λά­χι­στο μπο­ρεί να γί­νει α­ντι­κεί­με­νο δη­μό­σιας συ­ζή­τη­σης

«Ολα πλη­ρώ­νο­νται» α­πο­φαί­νο­νται με έ­να στό­μα οι νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ροι οι­κο­νο­μο­λό­γοι, μ’ έ­ναν τό­νο που ση­μαί­νει ό­τι λέ­νε κά­τι προ­φα­νές. Ωστό­σο, ο κε­ντρι­κός ρό­λος του χρή­μα­τος στις κοι­νω­νίες μας ε­ξαρ­τά­ται κα­τά με­γά­λο μέ­ρος α­πό ι­δε­ο­λο­γι­κά στοι­χεία και ό­χι α­πό μια «ρε­α­λι­στι­κή» συ­ζή­τη­ση για την οι­κο­νο­μι­κή α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα.
«Στη ζωή τί­πο­τα δεν εί­ναι δω­ρεάν». Η ρή­ση αυ­τή που μοιά­ζει κοι­νός τό­πος, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα α­ντα­να­κλά την κυ­ρίαρ­χη οι­κο­νο­μι­κή σκέ­ψη. Ρα­φι­να­ρι­σμέ­νη α­πό θεω­ρη­τι­κούς της μό­δας και πα­νε­πι­στη­μια­κά εγ­χει­ρί­δια, α­πο­τε­λεί τμή­μα μιας κοι­νω­νι­κής θεώ­ρη­σης, σύμ­φω­να με την ο­ποία τα πά­ντα εί­ναι υ­πο­χρεω­τι­κά ε­μπο­ρεύ­σι­μα. Από πού προ­κύ­πτει, ό­μως, αυ­τή η ι­δέα που συν­θέ­τει σ’ έ­να α­μάλ­γα­μα τις έν­νοιες του κό­στους, της τι­μής και της α­ξίας, προ­κει­μέ­νου να διευ­κο­λύ­νει την ε­πέ­κτα­ση της α­γο­ράς εις βά­ρος των δη­μό­σιων και κοι­νών α­γα­θώ­ν;

Μια ι­δέα του Μίλ­τον Φρί­ντμαν

Το 1975, ο α­με­ρι­κα­νός οι­κο­νο­μο­λό­γος Μίλ­τον Φρί­ντμαν δη­μο­σίευ­σε έ­να κεί­με­νο με τον τίτ­λο «Ένα γεύ­μα δω­ρεά­ν; Δεν υ­πάρ­χει κά­τι τέ­τοιο». Όμως η έκ­φρα­ση αυ­τή κυ­κλο­φο­ρού­σε ή­δη α­πό και­ρό. Διη­γού­νται, μά­λι­στα, έ­να α­νέκ­δο­το για τον Βιλ­φρέ­ντο Πα­ρέ­το, τον φι­λε­λεύ­θε­ρο θεω­ρη­τι­κό της σχο­λής της Λω­ζά­νης, που υ­πο­στή­ρι­ζε ό­τι υ­πάρ­χουν νό­μοι οι­κο­νο­μι­κοί πα­ρό­μοιοι με τους νό­μους της φυ­σι­κής. Ο Πα­ρέ­το με­ταμ­φιέ­στη­κε σε τα­λαί­πω­ρο φτω­χό, για να ζη­τή­σει α­πό τον α­ντιρ­ρη­σία γερ­μα­νό συ­νά­δελ­φό του Γκού­σταβ φον Σμό­λερ να του υ­πο­δεί­ξει πού μπο­ρεί να βρει έ­να ε­στια­τό­ριο που σερ­βί­ρει δω­ρεάν γεύ­μα­τα. Εκεί­νος του α­πά­ντη­σε ό­τι δεν υ­πήρ­χε τέ­τοιο ε­στια­τό­ριο, α­πο­δει­κνύο­ντας έ­τσι ό­τι τα πά­ντα εί­ναι ε­μπο­ρεύ­μα­τα.
Το α­νέκ­δο­το αυ­τό, που έ­φτα­σε να δι­δά­σκε­ται στα πα­νε­πι­στή­μια, έ­χει ά­ρα­γε κά­ποια ι­στο­ρι­κή βά­ση; Για πα­ρά­δειγ­μα, ξέ­ρου­με ό­τι τον 19ο αιώ­να τα βο­ρειο­α­με­ρι­κα­νι­κά σα­λούν πρό­σφε­ραν δω­ρεάν γεύ­μα­τα. Οι πε­λά­τες ή­ταν α­πλώς υ­πο­χρεω­μέ­νοι να πλη­ρώ­νουν τα πο­τά που συ­νό­δευαν τα πιά­τα, τα ο­ποία συ­νή­θως ή­ταν πο­λύ αλ­μυ­ρά για ευ­νό­η­τους λό­γους.
Αργό­τε­ρα, ό­ταν εί­χε α­νά­ψει η δη­μό­σια συ­ζή­τη­ση για το κρά­τος πρό­νοιας στις Η­ΠΑ, το α­νέκ­δο­το χρη­σι­μο­ποιή­θη­κε α­πό τους α­ντί­πα­λους του προέ­δρου Φρα­γκλί­νου Ρού­σβελτ και ό­λων των ο­πα­δών του welfare state. Το 1942 o δη­μο­σιο­γρά­φος Πολ Μα­λόν α­ντέ­δρα­σε μ’ αυ­τό τον τρό­πο στην πρό­τα­ση του α­ντι­προέ­δρου Χέν­ρι Ουά­λας να εγ­γυά­ται η πο­λι­τεία έ­να ε­λά­χι­στο δια­τρο­φής, έν­δυ­σης και κα­τοι­κίας για ό­λους τους Αμε­ρι­κα­νούς: «Ο κ. Ουά­λας ξε­χνά­ει ό­τι δεν υ­πήρ­ξε πο­τέ δω­ρεάν φα­γη­τό. Εκτός αν κά­πο­τε η αν­θρω­πό­τη­τα α­πο­κτή­σει μα­γι­κές δυ­νά­μεις, πά­ντα πρέ­πει κά­ποιος να πλη­ρώ­νει για το γεύ­μα που κά­ποιος άλ­λος τρώει δω­ρεάν». Πο­λύ γρή­γο­ρα η ρή­ση αυ­τή έ­γι­νε σύν­θη­μα για τους ο­πα­δούς της θεω­ρίας της ορ­θο­λο­γι­κής ε­πι­λο­γής. Όταν τα ά­το­μα ή οι κοι­νω­νίες ε­πι­θυ­μούν να α­πο­κτή­σουν κά­τι, ε­φό­σον η πα­ρα­γό­με­νη πο­σό­τη­τα ε­ξαρ­τά­ται α­πό πε­ριο­ρι­σμέ­νους πό­ρους, εί­ναι υ­πο­χρεω­μέ­νοι να στε­ρη­θούν την α­πό­κτη­ση κά­ποιου άλ­λου α­γα­θού.

Δη­μό­σια α­γα­θά:  Ένα σφάλ­μα της α­γο­ράς…

Σύμ­φω­να με αυ­τή τη θεω­ρία, σε μια «ι­δα­νι­κή οι­κο­νο­μία της α­γο­ράς» κά­θε πράγ­μα έ­χει μια τι­μή και ό­ποιος θέ­λει να το α­πο­κτή­σει, πρέ­πει να πλη­ρώ­σει. Δεν εί­ναι θέ­μα η­θι­κής, αλ­λά λο­γι­κής. Η τι­μή ε­νός α­γα­θού, που προσ­διο­ρί­ζε­ται α­πό την προ­σφο­ρά και τη ζή­τη­ση, κα­θο­ρί­ζει (και α­ντα­να­κλά) την οι­κο­νο­μι­κή α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα. Κά­θε άλ­λη κα­τά­στα­ση που δια­φέ­ρει α­πό αυ­τή την πε­ρι­γρα­φή, συ­νι­στά «σφάλ­μα της α­γο­ράς», πρό­βλη­μα που α­παι­τεί ρύθ­μι­ση και ό­χι πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στην ο­ποία πρέ­πει να προ­σαρ­μο­στού­με.
Ας πά­ρου­με την πε­ρί­πτω­ση των «δη­μό­σιων α­γα­θών», με κλα­σι­κό πα­ρά­δειγ­μα το φά­ρο που ο­δη­γεί τα σκά­φη που πλέ­ουν κο­ντά στην α­κτή. Το φως που εκ­πέ­μπει εί­ναι δω­ρεάν. Άλλω­στε, θα ή­ταν δύ­σκο­λο να φα­ντα­στεί κά­ποιος έ­να σύ­στη­μα πλη­ρω­μής για τα πλοία που, εξ ο­ρι­σμού, περ­νούν χω­ρίς να α­φή­νουν ί­χνη. Για τους οι­κο­νο­μο­λό­γους της κυ­ρίαρ­χης α­ντί­λη­ψης, η κα­τά­στα­ση αυ­τή εί­ναι προ­βλη­μα­τι­κή. Αν η κα­τα­σκευή φά­ρων εί­χε α­να­τε­θεί στην α­γο­ρά, δεν θα υ­πήρ­χε ού­τε έ­νας φά­ρος. Η α­νέ­γερ­σή τους ο­φεί­λε­ται στην πα­ρέμ­βα­ση δη­μό­σιων ε­ξου­σιών, που α­πο­κτούν τους α­να­γκαίους πό­ρους. Τε­λι­κά, ο φω­τι­σμός των πό­λεων εί­ναι έ­να δη­μό­σιο α­γα­θό, ό­πως και ο κα­θα­ρός αέ­ρας, η γνώ­ση ή οι ω­κε­α­νοί.
Για ο­ρι­σμέ­νους οι­κο­νο­μο­λό­γους, η ι­διω­τι­κή ι­διο­κτη­σία χρειά­ζε­ται α­κρι­βώς λό­γω της α­νά­γκης να ρυθ­μι­στεί αυ­τό το «πρό­βλη­μα» των δη­μό­σιων α­γα­θών. Δη­λα­δή, να βρε­θεί τρό­πος να ε­πι­βλη­θεί μια τι­μή στον χρή­στη ε­νός α­γα­θού. Έτσι, θα μπο­ρού­σα­με να σκε­φτού­με ό­τι οι δρό­μοι πρέ­πει λο­γι­κά να εί­ναι δη­μό­σιοι. Κι ό­μως, ε­πι­νοή­θη­καν τα διό­δια, η κα­πι­τα­λι­στι­κή εκ­δο­χή της με­σαιω­νι­κής πα­ρα­χώ­ρη­σης δι­καιω­μά­των. Η ί­δια αρ­χή ε­φαρ­μό­ζε­ται και στη γνώ­ση: Εί­ναι δύ­σκο­λη η ι­διω­τι­κο­ποίη­σή της; Θα ή­ταν ο­λέ­θρια; Κα­νέ­να πρό­βλη­μα! Επι­νοού­με τα δι­καιώ­μα­τα πνευ­μα­τι­κής ι­διο­κτη­σίας.

Η ε­ξαί­ρε­ση και ο κα­νό­νας

 Για την ε­πι­κρα­τού­σα θεω­ρία, η δω­ρεάν διά­θε­ση α­γα­θών εί­ναι μια πα­θο­λο­γία που α­πορ­ρέει α­πό φυ­σι­κούς ή τε­χνι­κούς ε­ξα­να­γκα­σμούς. Εί­ναι ε­ξαί­ρε­ση α­πό τον ορ­θό κα­νό­να. Η αρ­χή που ι­σχύει εί­ναι ό­τι ό­ποιος θέ­λει να έ­χει πρό­σβα­ση σε έ­να α­γα­θό, ο­φεί­λει να κα­τα­βά­λει την τι­μή που α­ντι­στοι­χεί σ’ αυ­τό. Δεν έ­χει ση­μα­σία για τη θεω­ρία αυ­τή ό­τι έ­τσι η πρό­σβα­ση σε ο­ποιο­δή­πο­τε α­γα­θό έ­χει μια προϋπό­θε­ση: το χρή­μα. Δεν έ­χει ση­μα­σία, ε­πί­σης, ό­τι υ­πάρ­χουν α­γα­θά που, α­πό τη φύ­ση τους ή την κοι­νω­νι­κή λει­τουρ­γία τους, δεν πρέ­πει να έ­χουν τι­μή, ό­πως η υ­γεία ή η εκ­παί­δευ­ση.
Ωστό­σο, αυ­τή η ε­μπο­ρευ­μα­τι­κή λο­γι­κή δεν θα μπο­ρού­σε να ε­φαρ­μο­στεί πα­ντού. Υπάρ­χουν α­ντι­κεί­με­να ή υ­πο­κεί­με­να που ο σε­βα­σμός τους εί­ναι υ­πό­θε­ση πιο ση­μα­ντι­κή α­πό την α­να­ζή­τη­ση της υ­πο­τι­θέ­με­νης οι­κο­νο­μι­κής α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας. Όπως συμ­βαί­νει με τα αν­θρώ­πι­να ό­ντα ή τα όρ­γα­νά τους. Άλλω­στε, υ­πάρ­χουν ο­ρι­σμέ­να α­γα­θά που θα μπο­ρού­σαν να έ­χουν μια τι­μή, αλ­λά δεν έ­χουν για­τί η χρη­στι­κή α­ξία τους προ­κύ­πτει α­πό την κοι­νή χρή­ση τους που μοι­ρα­ζό­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ροι άν­θρω­ποι μα­ζί: ό­πως μια πλα­τεία, για πα­ρά­δειγ­μα. Τέ­λος, υ­πάρ­χουν α­γα­θά στα ο­ποία ό­λοι πρέ­πει να έ­χουν πρό­σβα­ση, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό την α­γο­ρα­στι­κή δύ­να­μη που δια­θέ­τουν, για­τί το α­παι­τεί η α­νά­γκη. Στην Πορ­το­γα­λία λέ­νε ό­τι «έ­να πο­τή­ρι νε­ρό δεν μπο­ρείς να το αρ­νη­θείς σε κα­νέ­ναν», και δί­νουν δω­ρεάν νε­ρό σε ό­ποιον ζη­τή­σει α­κό­μα και στους «οί­κους του ε­μπο­ρίου». Το ί­διο και ο για­τρός ο­φεί­λει να προ­σφέ­ρει σε ό­λους τη βοή­θειά του σε πε­ρί­πτω­ση κιν­δύ­νου.

Μπο­ρού­με ν’ αλ­λά­ξου­με τους «νό­μους»

Για με­γά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα, τα φι­λαν­θρω­πι­στι­κά σω­μα­τεία α­να­λάμ­βα­ναν το έρ­γο της δια­νο­μής βα­σι­κών α­γα­θών στους φτω­χούς. Αλλά η κα­τά­στα­ση αυ­τή α­πο­τε­λεί α­τε­λέ­στα­τη α­πά­ντη­ση στις α­παι­τή­σεις μιας α­να­γκαιό­τη­τας. Εί­ναι αυ­τό που ή­θε­λε να πει ο Άνταμ Σμίθ –που συ­χνά τον πα­ρα­νοού­ν– ό­ταν ε­πε­σή­μα­νε ό­τι δεν πρέ­πει να ελ­πί­ζου­με στην κα­λο­σύ­νη του κρε­ο­πώ­λη για να ε­ξα­σφα­λί­σου­με το δεί­πνο μας. Η ευερ­γε­σία δη­μιουρ­γεί ο­φει­λέ­τες, τη στιγ­μή που η α­γο­ρά προο­ρί­ζε­ται να μας α­πε­λευ­θε­ρώ­σει α­πό κά­θε δε­σμό ε­ξάρ­τη­σης: κα­τα­βάλ­λο­ντας το τί­μη­μα θα εί­μα­στε ε­λεύ­θε­ροι. Γι’ αυ­τό το λό­γο ο Σμιθ ευ­χό­ταν να μπο­ρούν ό­λοι να πλη­ρώ­νουν για τα α­γα­θά πρώ­της α­νά­γκης. Ωστό­σο, ο κα­πι­τα­λι­σμός, ό­πως ξέ­ρου­με, δεν εκ­πλή­ρω­σε αυ­τή την ε­πι­θυ­μία, πα­ρά το ό­τι σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις προ­σέγ­γι­σε το ι­δα­νι­κό του Ουά­λας: την εγ­γύη­ση α­πό το δη­μό­σιο ε­νός ε­λά­χι­στου δια­τρο­φής, έν­δυ­σης και κα­τοι­κίας.
Τε­λι­κά, η ε­πι­λο­γή για το τι πρέ­πει ή δεν πρέ­πει να εί­ναι α­ντι­κεί­με­νο ε­μπο­ρι­κής συ­ναλ­λα­γής, εί­ναι πά­νω α­π’ ό­λα θέ­μα η­θι­κής. Η α­γο­ρά βα­σί­ζε­ται σε κα­νό­νες που δη­μιουρ­γή­θη­καν σε συ­γκε­κρι­μέ­νες ι­στο­ρι­κές συν­θή­κες και εν­σω­μα­τώ­θη­καν στη συ­γκε­κρι­μέ­νη κουλ­τού­ρα που εί­χαν κλη­θεί να με­τα­βά­λουν. Τε­λι­κά, ο Φον Σμό­λερ εί­χε δί­κιο και ό­χι ο Πα­ρέ­το. Αν υ­πάρ­χουν «νό­μοι» στην οι­κο­νο­μία, έ­χουν δη­μιουρ­γη­θεί α­πό τα αν­θρώ­πι­να ό­ντα. Δεν α­πορ­ρέ­ουν α­πό τη φύ­ση. Συ­νε­πώς, μπο­ρού­με να τους αλ­λά­ξου­με.

* Ο Ζο­ζέ Κά­στρο Κάλ­ντας εί­ναι οι­κο­νο­μο­λό­γος, ε­ρευ­νη­τής του Κέ­ντρου Κοι­νω­νι­κών Σπου­δών          του Πα­νε­πι­στη­μίου Κοΐμπρα της Πορ­το­γα­λίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: