πηγή: ΟΙΚΟΤΡΙΒΕΣ
Η τρόικα στην τελευταία τριμηνιαία έκθεσή της είναι σαφής: Τα τιμολόγια λιανικής της ηλεκτρικής ενέργειας επιβάλλεται να αυξηθούν ώστε η αγορά της ηλεκτροπαραγωγής να γίνει πιο ελκυστική σε νέους «παίκτες». Παίρνοντας τη σκυτάλη, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας εισηγείται αύξηση σε τρεις δόσεις μέσα στο 2013 και η διοίκηση της ΔΕΗ από την πλευρά της ζητά μεγαλύτερες αυξήσεις για τις χαμηλές και μεσαίες καταναλώσεις, ανατρέποντας την προοδευτικότητα στις κλίμακες των τιμολογίων.
Η αύξηση των τιμολογίων έρχεται στη δεδομένη συγκυρία της κοινωνικής καταστροφής που συντελείται στη μνημονιακή Ελλάδα τα τελευταία τρία χρόνια. Ήδη, άλλωστε, οι συνέπειες της «συνάντησης» της απελευθερωμένης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με τις πολιτικές λιτότητας είναι περισσότερο από ορατές: Σύμφωνα με στοιχεία της διοίκησης της ΔΕΗ, οι διακοπές ρεύματος έχουν αυξηθεί κατά 20% τον τελευταίο χρόνο, ενώ την ίδια στιγμή η αύξηση των φόρων και άρα της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης οδήγησε τον περσινό χειμώνα σε μείωση του επιπέδου θέρμανσης των κατοικιών κατά 35%.
Στην Ελλάδα, κατά τη σύγκριση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή από τον Οκτώβριο του 2011 έως τον Οκτώβριο του 2012 παρατηρούνται αυξήσεις 45,2% στις τιμές για πετρέλαιο θέρμανσης, 17% για φυσικό αέριο και 16,3% για ηλεκτρική ενέργεια. Το χειμώνα 2011-2012 η μέση μείωση του επιπέδου θέρμανσης των κατοικιών έφτασε το 35%, ενώ στα χαμηλά (<10.000 ευρώ ετησίως) και στα μεσαία (μεταξύ 20.000 και 30.000 ευρώ ετησίως) εισοδήματα υπήρξε ακόμα μεγαλύτερη μείωση 42,5% και 41% αντίστοιχα. Η μείωση των εξόδων θέρμανσης προτιμήθηκε από άλλες πιο ανελαστικές οικογενειακές δαπάνες. Με βάση τα στοιχεία της ΓΕΝΟΠ η επιβάρυνση των λογαριασμών της ΔΕΗ με το χαράτσι σε συνδυασμό με τη βίαιη μείωση των εισοδημάτων έχει οδηγήσει σε 89.000 διακοπές παροχής στο πρώτο πεντάμηνο του 2012. Την ίδια περίοδο έχουν καταγραφεί 27.500 διακοπές ρεύματος μεσαίας χαμηλής τάσης μόνο στο Νομό Αττικής, γεγονός που εκφράζει τη δραματική κατάσταση για τα νοικοκυριά αλλά και για χιλιάδες επιχειρήσεις και βιοτεχνίες.
Το ζήτημα της ενεργειακής φτώχειας αναδεικνύεται σε κατεξοχήν χαρακτηριστικό μιας εποχής όπου αμφισβητείται πλέον ανοιχτά η δυνατότητα ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων να εξασφαλίσουν τα βασικά μέσα διαβίωσης. Σε αυτό το δυσμενές πλαίσιο, η επαναφορά στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης μιας διαφορετικής αντίληψης που αντιμετωπίζει την ενέργεια ως κοινωνικό αγαθό, προσβάσιμο από το σύνολο του πληθυσμού, καθίσταται επιτακτική για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Η συζήτηση όμως δεν μπορεί να γίνει με τους όρους που διεξαγόταν στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, τη «χρυσή εποχή» της ανάπτυξης. Το μοντέλο της άφθονης, φθηνής ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργεί ως βασικός μοχλός οικονομικής μεγέθυνσης, αγνοώντας περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις είναι απολύτως παρωχημένο. Σήμερα το «Δικαίωμα στην Ενέργεια», το δικαίωμα δηλαδή πρόσβασης κάθε ατόμου στις βασικές βιοτικές υπηρεσίες ενέργειας και θέρμανσης ανεξάρτητα από την οικονομική του κατάσταση, συναρτάται άμεσα με την ενίσχυση της ενεργειακής αποδοτικότητας, την εξοικονόμηση ενέργειας και την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Εξοικονόμηση ενέργειας και κοινωνικές ανάγκες
Παρά τους διακηρυγμένους στόχους για εξοικονόμηση ενέργειας στο πλαίσιο της (επικίνδυνα ανεπαρκούς όπως αποδεικνύεται μέχρι στιγμής ) προσπάθειας για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής και την έντονη συζήτηση για «έξυπνα δίκτυα» και «σήματα στον καταναλωτή», η τιμολογιακή πολιτική για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας τείνει και στην Ελλάδα να ανατρέψει τη λογική της προοδευτικότητας (ακριβότερη κιλοβατώρα για τις υψηλές καταναλώσεις) και να ευθυγραμμιστεί με τη γνωστή λογική της αγοράς: «στον καλό πελάτη κάνουμε καλή τιμή». Δεδομένης της μέχρι στιγμής μεγάλης απόκλισης της ΕΕ από το στόχο για την εξοικονόμηση ενέργειας (οι προβολές δείχνουν ότι με τις σημερινές πολιτικές εξοικονόμησης ο στόχος ίσως επιτευχθεί μόνο κατά το ήμισυ το 2020), αναδεικνύεται η αντίφαση των στόχων της εμπορευματοποίησης και της εξοικονόμησης ενέργειας.
Στις χώρες της Ευρωζώνης, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, τη δεκαετία 1992-2001, η μέση μεταβολή των τιμών των οικιακών τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος ήταν σχεδόν μηδενική. Παρατηρείται δηλαδή συγκράτηση των τιμών. Στη συνέχεια, παρατηρείται σταδιακή εκτίναξη των τιμών. Τη δεκαετία 2001-2011 η μέση τιμή αυξήθηκε κατά 45% σε σχέση με αυτή του 2001. Παρόλες τις αποκλίσεις μεταξύ των χωρών, η ισχυρά ανατιμητική τάση είναι κοινή σε όλες της χώρες της Ευρωζώνης. Την ίδια περίοδο, τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν πρόβλημα ενεργειακής φτώχειας αυξάνονται. Για παράδειγμα ο αριθμός των νοικοκυριών στη Μ. Βρετανία που βρίσκονται κάτω από το όριο της ενεργειακής φτώχειας διπλασιάστηκε μεταξύ 2003 και 2008.
Αντίθετα, η διατήρηση και ενίσχυση της προοδευτικότητας των τιμολογίων, μπορεί να αποδειχτεί σημαντικό εργαλείο καταπολέμησης τόσο της ενεργειακής φτώχειας, όσο και της καταστροφικής ενεργειακής σπατάλης. Είδαμε άλλωστε ότι με πολιτικές που εντείνουν τις κοινωνικές ανισότητες, η φιλολογία και τα «κίνητρα» για εξοικονόμηση ενέργειας μένουν σε μεγάλο βαθμό κενό γράμμα. Για τα φτωχά στρώματα, «επενδύσεις» σε μέτρα ενεργειακής αποδοτικότητας συχνά φαντάζουν πολυτέλεια. Από την άλλη για τους πλουσιότερους, η αύξηση της κατανάλωσης αντισταθμίζει τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των χρήσεων, οδηγώντας πολύ συχνά σε συνολικά μεγαλύτερη ενεργειακή επιβάρυνση…
Η εξοικονόμηση ενέργειας είναι το «κοίτασμα» που πρέπει επειγόντως να τεθεί πολύ ψηλά στις κοινωνικές προτεραιότητες αν παίρνουμε πράγματι στα σοβαρά ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή.
Μια ολοκληρωμένη πολιτική εξοικονόμησης ενέργειας οπωσδήποτε δεν πρέπει να υποτιμήσει την ανάγκη αντιμετώπισης χρόνιων παθογενειών του ελληνικού αναπτυξιακού μοντέλου (είναι γνωστά τα παροιμοιώδη αρνητικά ρεκόρ της χώρας στην ενεργειακή αποδοτικότητα κτιρίων και μεταφορών). Χρειάζεται όμως ταυτόχρονα, προκειμένου να είναι αρκετά αποτελεσματική, να αμφισβητήσει τη λογική του εμπορεύματος και να αντιμετωπίσει την ενέργεια ως κοινωνικό αγαθό σε άμεση συνάρτηση με το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους. Στο επίπεδο της διανομής, η πολιτική για την εξοικονόμηση και τη βέλτιστη χρήση της ενέργειας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις κοινωνικές ανισότητες ενώ στο επίπεδο της παραγωγής η δημοκρατική συμμετοχή των κοινωνιών με ανάλογα δικαιώματα και υποχρεώσεις, μπορεί να αμβλύνει τις συνέπειες που η παραγωγή ενέργειας συνεπάγεται σε κατανάλωση φυσικών πόρων, περιβαλλοντική υποβάθμιση και εκπομπές ρύπων.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΟΥΡΑΚΗΣ
ΑΛΕΞΗΣ ΧΑΡΙΤΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου