Της Μαρίας Μάρκου*
πηγή: e-dromos.gr
«Υπάρχει μεγάλος πλούτος στα ακίνητα», μας είπαν σε μιαν άλλη ΔΕΘ. Δεν νιώσαμε την απειλή. Οι περισσότεροι, μεγάλο πλούτο δεν είχαμε. Διαμερίσματα υποθηκευμένα σε κόκκινα δάνεια, μισοτελειωμένα σπίτια που σωριάζουν πρόστιμα και, πιο συχνά, ό,τι μάζεψαν οι πατεράδες μας στα χρόνια του σκληρού ξεριζωμού, της μετανάστευσης και της αστικοποίησης, στις μυλόπετρες της «οικονομικής απογείωσης» που πίστευαν ότι θα ζήσουν τα παιδιά τους καλύτερα.
Το «κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους» θα ήταν η ασφάλεια για την ανεργία, η προίκα του κοριτσιού, το γεροκόμι των πρεσβύτερων, η υποθήκη για ν’ ανοίξουν τη «δική τους δουλειά». Ήταν τα’ αυθαίρετα στην περιφέρεια των πόλεων που νύχτα μεγάλωναν, καμαράκι-καμαράκι, μέχρι να μοιάζουν λίγο σ’ αυτό που είχαν αφήσει πίσω τους και λίγο σ’ ότι έταζε την πολυπόθητη «μικροαστική ενσωμάτωση». Ήταν τα μικρά διαμερίσματα της αντιπαροχής που τ’ αγοράζανε «από τα μπετά» με γραμμάτια, ελπίζοντας στο πρόσθετο νοίκι για το παιδί που σπουδάζει ή για την κακιά ώρα. Ήταν τα μαγαζάκια που ρημάζουν, σήμερα, με στοίβα τους λογαριασμούς κάτω από την πόρτα. Και τα πατρογονικά στην επαρχία, σε δέκα μερτικά, όπου ζήσαμε στις σχολικές διακοπές με τον παππού, μαθαίνοντας παλιούς τρόπους να ζεις και να παλεύεις με το χώμα, αλλιώτικα δέντρα και ζώα και νερά, ντοπιολαλιές και παραμύθια.
Δυο χρόνια από εκείνη τη ΔΕΘ, το νοίκι είχε εξανεμιστεί από το χαράτσι, πληρώναμε και για το σπίτι μας. Πληρώσαμε και τέλη τριών χρόνων που τα ‘χαν κάπου ξεχασμένα με τη λίστα. Και φόρους καινούργιους και εισφορές για το πρωτογενές πλεόνασμα. Οι πιο καλότυχοι κάναμε διακανονισμούς, πήραμε δανεικά από φίλους και δικούς κι από καμένες κάρτες, με την πικρή διαπίστωση ότι το μηνιάτικο δε φτάνει για τις δόσεις. Οι πιο κακότυχοι σφίγγουν τα δόντια και δεν μιλάνε. Περιμένουν τις κατασχέσεις δίνοντας την, από πριν χαμένη, μάχη για το ψωμί, το νερό, τα φάρμακα της κάθε μέρας που δεν έχει αύριο.
Με τα τελευταία εκκαθαριστικά, περάσαμε στις τάξεις των φοροφυγάδων χωρίς ελπίδα να ξεχρεώσουμε κι ό,τι νομίζαμε δικό μας έγινε εφιάλτης. «Πεταμένα λεφτά» μας είπαν. Να πουλήσουμε όσο-όσο.
Δεν ήταν κακό αστείο ούτε και λάθος κάποιου ατζαμή στο υπουργείο. Στα συναξάρια του νεοφιλελευθερισμού, η υπερφορολόγηση είναι εργαλείο για την απορρύθμιση της αγοράς ακινήτων, τη «δημιουργική καταστροφή» που θ’ αναδείξει τα νέα μονοπώλια της γης στους κόλπους της «υγιούς επιχειρηματικότητας». Για να περάσει φτηνά στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών η μικρή ιδιοκτησία, να μη στρεβλώνει την αγορά με χαμηλές αποδόσεις και κανόνες προστασίας. Για να ξαναμοιραστεί η τράπουλα ανάμεσα στους «παίκτες» που θα παζαρέψουν για ψίχουλα τη δημόσια γη και θ’ αυγατίσουν δίχως κόστος τη δική τους ιδιοκτησία, τη μεγάλη. Το θέμα είναι να την κάνουν «παραγωγική» σχεδιάζοντας από την αρχή, για το δικό τους κέρδος, τους τόπους και τους τρόπους που θα ζούμε.
Αυτό είναι, στα συναξάρια, το πιο μεγάλο θέμα. Η αύξηση της παραγωγικότητας. Κι αυτό το νόημα έχει η επίθεση στην ιδιοκατοίκηση. Να ενισχύσει την «κινητικότητα της απασχόλησης», να φτιάξει ανθρώπους ανέστιους, χωρίς αποθέματα, που τρέχουν όπου ο επενδυτής τους κρίνει χρήσιμους. Ξεριζωμένους από το χώρο κι από τις σχέσεις που εμπεδώνονται στο χώρο. Ξένους παραδομένους στην ανάγκη, φτηνούς εργάτες και καταναλωτές. Να μη δένονται με τα πράγματα και μέσα από τα πράγματα, να μην ξέρουν να τα διαβάσουν.
Η μικροϊδιοκτησία, λένε, παροπλίζει τον κόσμο της δουλειάς, με δόλωμα ένα μικρό μερίδιο απ’ όσα έχει στερηθεί. Κι όμως, για τέτοια μικρά μερίδια δόθηκαν οι πιο μεγάλοι αγώνες. Για εκείνες τις «οχτώ ώρες να κάνουμε ό,τι θέλουμε», για την καλοκαιρινή άδεια, για το σχολείο, το γιατρό, το πάρκο που δε θα πληρώσουμε. Τα «ανέφικτα εμπορεύματα», όπως η κατοικία, έχουν να κάνουν με την ανάγκη για ρίζες, «τη μεγαλύτερη και πιο απροσδιόριστη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής, για ενσώματη συμμετοχή σε κοινότητες που κρατούν ζωντανούς τους θησαυρούς του παρελθόντος και τα προεικάσματα του μέλλοντος», όπως υποστήριζε η Σιμόν Βέιλ.
Τα σπίτια που τώρα μας βαραίνουν είναι αυτά που μας έδωσαν ρίζες και κοινωνικούς δεσμούς μέσα από την αλληλεγγύη των γενεών. Είναι οι μαρτυρίες και το υλικό του πολιτισμού μας, μ’ όλη την ευφροσύνη και την οδύνη του. Μας έκαναν πολίτες χωρίς να σβήσουν τα ίχνη που αφήσαμε στο δρόμο από χωριά που περιμένουν σε πόλεις που θυμούνται. Πόλεις και σπίτια με τις ρωγμές της καρδιάς μας και την ταπεινότητα της καταγωγής μας, στοιχειωμένα από αγγίγματα, από αφηγήσεις και προμηνύματα, από ζωή που δεν κοστολογείται.
Η οργή που νιώθουμε για τη λεηλασία τους δεν είναι αυτή του ματαιωμένου μικροαστού, αλλά μιας κοινωνίας που απειλείται από το ξερίζωμα, την απογύμνωση, τη λησμονιά. Θα πρέπει να φοβούνται. «Δοκιμάστε να γκρεμίσετε ένα κτίριο, έλεγε ο Μορίς Αλβάκς, οι πέτρες και τα τούβλα δεν θα αντισταθούν, η μνήμη των ανθρώπων θ’ αντισταθεί που είναι πιο ισχυρή από τις πέτρες».
* Η Μαρία Μάρκου είναι λέκτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ
πηγή: e-dromos.gr
«Υπάρχει μεγάλος πλούτος στα ακίνητα», μας είπαν σε μιαν άλλη ΔΕΘ. Δεν νιώσαμε την απειλή. Οι περισσότεροι, μεγάλο πλούτο δεν είχαμε. Διαμερίσματα υποθηκευμένα σε κόκκινα δάνεια, μισοτελειωμένα σπίτια που σωριάζουν πρόστιμα και, πιο συχνά, ό,τι μάζεψαν οι πατεράδες μας στα χρόνια του σκληρού ξεριζωμού, της μετανάστευσης και της αστικοποίησης, στις μυλόπετρες της «οικονομικής απογείωσης» που πίστευαν ότι θα ζήσουν τα παιδιά τους καλύτερα.
Το «κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους» θα ήταν η ασφάλεια για την ανεργία, η προίκα του κοριτσιού, το γεροκόμι των πρεσβύτερων, η υποθήκη για ν’ ανοίξουν τη «δική τους δουλειά». Ήταν τα’ αυθαίρετα στην περιφέρεια των πόλεων που νύχτα μεγάλωναν, καμαράκι-καμαράκι, μέχρι να μοιάζουν λίγο σ’ αυτό που είχαν αφήσει πίσω τους και λίγο σ’ ότι έταζε την πολυπόθητη «μικροαστική ενσωμάτωση». Ήταν τα μικρά διαμερίσματα της αντιπαροχής που τ’ αγοράζανε «από τα μπετά» με γραμμάτια, ελπίζοντας στο πρόσθετο νοίκι για το παιδί που σπουδάζει ή για την κακιά ώρα. Ήταν τα μαγαζάκια που ρημάζουν, σήμερα, με στοίβα τους λογαριασμούς κάτω από την πόρτα. Και τα πατρογονικά στην επαρχία, σε δέκα μερτικά, όπου ζήσαμε στις σχολικές διακοπές με τον παππού, μαθαίνοντας παλιούς τρόπους να ζεις και να παλεύεις με το χώμα, αλλιώτικα δέντρα και ζώα και νερά, ντοπιολαλιές και παραμύθια.
Δυο χρόνια από εκείνη τη ΔΕΘ, το νοίκι είχε εξανεμιστεί από το χαράτσι, πληρώναμε και για το σπίτι μας. Πληρώσαμε και τέλη τριών χρόνων που τα ‘χαν κάπου ξεχασμένα με τη λίστα. Και φόρους καινούργιους και εισφορές για το πρωτογενές πλεόνασμα. Οι πιο καλότυχοι κάναμε διακανονισμούς, πήραμε δανεικά από φίλους και δικούς κι από καμένες κάρτες, με την πικρή διαπίστωση ότι το μηνιάτικο δε φτάνει για τις δόσεις. Οι πιο κακότυχοι σφίγγουν τα δόντια και δεν μιλάνε. Περιμένουν τις κατασχέσεις δίνοντας την, από πριν χαμένη, μάχη για το ψωμί, το νερό, τα φάρμακα της κάθε μέρας που δεν έχει αύριο.
Με τα τελευταία εκκαθαριστικά, περάσαμε στις τάξεις των φοροφυγάδων χωρίς ελπίδα να ξεχρεώσουμε κι ό,τι νομίζαμε δικό μας έγινε εφιάλτης. «Πεταμένα λεφτά» μας είπαν. Να πουλήσουμε όσο-όσο.
Δεν ήταν κακό αστείο ούτε και λάθος κάποιου ατζαμή στο υπουργείο. Στα συναξάρια του νεοφιλελευθερισμού, η υπερφορολόγηση είναι εργαλείο για την απορρύθμιση της αγοράς ακινήτων, τη «δημιουργική καταστροφή» που θ’ αναδείξει τα νέα μονοπώλια της γης στους κόλπους της «υγιούς επιχειρηματικότητας». Για να περάσει φτηνά στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών η μικρή ιδιοκτησία, να μη στρεβλώνει την αγορά με χαμηλές αποδόσεις και κανόνες προστασίας. Για να ξαναμοιραστεί η τράπουλα ανάμεσα στους «παίκτες» που θα παζαρέψουν για ψίχουλα τη δημόσια γη και θ’ αυγατίσουν δίχως κόστος τη δική τους ιδιοκτησία, τη μεγάλη. Το θέμα είναι να την κάνουν «παραγωγική» σχεδιάζοντας από την αρχή, για το δικό τους κέρδος, τους τόπους και τους τρόπους που θα ζούμε.
Αυτό είναι, στα συναξάρια, το πιο μεγάλο θέμα. Η αύξηση της παραγωγικότητας. Κι αυτό το νόημα έχει η επίθεση στην ιδιοκατοίκηση. Να ενισχύσει την «κινητικότητα της απασχόλησης», να φτιάξει ανθρώπους ανέστιους, χωρίς αποθέματα, που τρέχουν όπου ο επενδυτής τους κρίνει χρήσιμους. Ξεριζωμένους από το χώρο κι από τις σχέσεις που εμπεδώνονται στο χώρο. Ξένους παραδομένους στην ανάγκη, φτηνούς εργάτες και καταναλωτές. Να μη δένονται με τα πράγματα και μέσα από τα πράγματα, να μην ξέρουν να τα διαβάσουν.
Η μικροϊδιοκτησία, λένε, παροπλίζει τον κόσμο της δουλειάς, με δόλωμα ένα μικρό μερίδιο απ’ όσα έχει στερηθεί. Κι όμως, για τέτοια μικρά μερίδια δόθηκαν οι πιο μεγάλοι αγώνες. Για εκείνες τις «οχτώ ώρες να κάνουμε ό,τι θέλουμε», για την καλοκαιρινή άδεια, για το σχολείο, το γιατρό, το πάρκο που δε θα πληρώσουμε. Τα «ανέφικτα εμπορεύματα», όπως η κατοικία, έχουν να κάνουν με την ανάγκη για ρίζες, «τη μεγαλύτερη και πιο απροσδιόριστη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής, για ενσώματη συμμετοχή σε κοινότητες που κρατούν ζωντανούς τους θησαυρούς του παρελθόντος και τα προεικάσματα του μέλλοντος», όπως υποστήριζε η Σιμόν Βέιλ.
Τα σπίτια που τώρα μας βαραίνουν είναι αυτά που μας έδωσαν ρίζες και κοινωνικούς δεσμούς μέσα από την αλληλεγγύη των γενεών. Είναι οι μαρτυρίες και το υλικό του πολιτισμού μας, μ’ όλη την ευφροσύνη και την οδύνη του. Μας έκαναν πολίτες χωρίς να σβήσουν τα ίχνη που αφήσαμε στο δρόμο από χωριά που περιμένουν σε πόλεις που θυμούνται. Πόλεις και σπίτια με τις ρωγμές της καρδιάς μας και την ταπεινότητα της καταγωγής μας, στοιχειωμένα από αγγίγματα, από αφηγήσεις και προμηνύματα, από ζωή που δεν κοστολογείται.
Η οργή που νιώθουμε για τη λεηλασία τους δεν είναι αυτή του ματαιωμένου μικροαστού, αλλά μιας κοινωνίας που απειλείται από το ξερίζωμα, την απογύμνωση, τη λησμονιά. Θα πρέπει να φοβούνται. «Δοκιμάστε να γκρεμίσετε ένα κτίριο, έλεγε ο Μορίς Αλβάκς, οι πέτρες και τα τούβλα δεν θα αντισταθούν, η μνήμη των ανθρώπων θ’ αντισταθεί που είναι πιο ισχυρή από τις πέτρες».
* Η Μαρία Μάρκου είναι λέκτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου