Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
πηγή: «Εφημερίδα των Συντακτών»
Χρηματοπιστωτολόγοι, οικονομολόγοι, επικαιρολόγοι, μελλοντολόγοι και
αυτόκλητοι ηθικολόγοι δεν παύουν να υπογραμμίζουν πως δεν δικαιούμαστε
να ζούμε, να προτάσσουμε, να εργαζόμαστε, να ονειρευόμαστε, να
σχεδιάζουμε και να ηρεμούμε όπως πριν.
Βρισκόμαστε στον αστερισμό του φόβου. Με την
αποσάθρωση των εμπεδωμένων συνηθειών, των αυτοματισμών, των αξιακών
αγκυλώσεων, των κατεστημένων υλικών απολαύσεων και των
αυτοαναπαραγόμενων προνομίων, που οριοθετούσαν την πορεία μας μέσα στον
χρόνο, όλοι νιώθουμε το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια μας.
Οταν το «υπάρχον» τίθεται υπό συνεχή αμφισβήτηση,
όταν το παρελθόν και το παρόν δεν φαίνεται να μπορούν να
επαναλαμβάνονται στο μέλλον, όλα τα καταφύγια ενάντια στην αγωνία της
αβεβαιότητας δείχνουν να καταρρέουν.
Εφεξής, το φάντασμα της συνεχούς και ανεξέλεγκτης «απώλειας» ελλοχεύει παντού.
Οι βεβαιότητες και οι εκλογικεύσεις ανατρέπονται, οι ελπίδες και οι
φαντασιώσεις αλλοιώνονται και λογοκρίνονται. Οι συνήθεις ύποπτοι είναι
άλλωστε ομόφωνοι: χρηματοπιστωτολόγοι, οικονομολόγοι, επικαιρολόγοι,
μελλοντολόγοι και αυτόκλητοι ηθικολόγοι δεν παύουν να υπογραμμίζουν πως
δεν δικαιούμαστε να ζούμε, να προτάσσουμε, να εργαζόμαστε, να
ονειρευόμαστε, να σχεδιάζουμε και να ηρεμούμε όπως πριν. Παραιτούμενοι
από τους μηχανισμούς που μας θωράκιζαν ενάντια στην αγωνία και την
κατάθλιψη, καλούμαστε να ξαναπιάσουμε το νόημα των πραγμάτων από την
αρχή. Εχοντας πάρει, όπως μας λένε, τη ζωή μας λάθος, πρέπει να
αλλάξουμε ζωή. Δεν ξέρουμε όμως ούτε τι πρέπει να κάνουμε ούτε ποια
είναι η ζωή που μας περιμένει. Είτε ως άτυχα θύματα αντίξοων περιστάσεων
είτε εξοφλώντας εντόκως παρελθούσες αμαρτίες, οφείλουμε να υποκύψουμε
στην αμείλικτη λογική μιας αδέκαστης ιστορίας που εκτυλίσσεται ερήμην
μας και μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας.
Και δεν είναι μόνον αυτό. Πέρα από τον φόβο της υποβάθμισης,
η προοπτική για μια δίχως όρους και όρια κατολίσθηση των συνθηκών
υλικής επιβίωσης συνεπιφέρει τη διάχυση ενός άλλου, βαθύτερου, πιο
ύπουλου και «αμετάβατου» τρόμου μπροστά στο ανονόμαστο και άγνωστο κενό.
Κανείς δεν είναι πια σε θέση να σκέφτεται τη ζωή του στο πλαίσιο ενός
κόσμου όπου οι όροι πρόσβασης στην απόλαυση των αγαθών δεν υπακούουν σε
κανένα ορατό και οικείο σύστημα κανονισμών. Απροειδοποίητα, το
νοηματισμένο σύστημα της μαζικής και ανταγωνιστικής κατανάλωσης έχει
μετατραπεί σε ένα απονοηματισμένο σύστημα μαζικής στέρησης. Σε
αντιδιαστολή με την εποχή όπου η διαφορική πρόσβαση στα υλικά αγαθά
ενεργοποιούσε απτές και συνειδητές ατομικές στρατηγικές, σήμερα όλο και
περισσότεροι δεν μπορούν πια να ζουν επιλέγοντας τους τρόπους με τους
οποίους διαφοροποιούνται από τους άλλους. Ο αλήστου πλέον μνήμης
καταναλωτής-θεός απογυμνώνεται ξαφνικά από τις φαντασιώσεις της
ελεύθερης επιλογής του τρόπου της ζωής του.
Στο εξής, κανείς δεν μπορεί να διαφοροποιήσει ανάμεσα στο αναγκαίο και το περιττό, στο
απαραίτητο και στο πολυτελές. Η διάκριση ανάμεσα στους όρους απλής
επιβίωσης και στον ατομικό σχεδιασμό της ιδιωτικής ζωής παύει να είναι
προφανής. Ως αθύρματα μιας απροσδιόριστης συλλογικής μοίρας, πληθαίνουν
αυτοί που δεν ξέρουν «πώς» και «γιατί» δρουν, άρα και «ποιοι» είναι. Τα
οικεία είδωλα που αντανακλώνται στον νοερό τους καθρέφτη δεν έχουν πια
ούτε μορφή ούτε περίγραμμα. Και έτσι, η οικεία εικόνα του εαυτού
εμφανίζεται όλο και πιο απροσδιόριστη, ανονόμαστη και τρομακτική. Σε
κοινωνίες που έχουν ήδη απολακτίσει τις αυτονόητες παραδοσιακές
συλλογικότητες και αμοιβαιότητες, οι παρενέργειες είναι απροσμέτρητες.
Οταν τα άτομα έχουν συνηθίσει να οργανώνουν τους όρους της αυτογνωσίας
τους σε συνεχή διαπραγμάτευση με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες τους, ο
θρυμματισμός των ειδώλων απειλεί να συνεπιφέρει ένα απόλυτο
σημασιολογικό και αξιακό κενό.
Η προσαρμογή στη νέα αυτή τάξη πραγμάτων και νοημάτων είναι ταχύτατη.
Πολλοί τέως νοικοκύρηδες άστεγοι δεν μπορούν να επιμελούνται πια του
«οίκου» τους, τέως οικογενειάρχες βλέπουν την οικογένειά τους να
διαλύεται, τέως αξιοπρεπείς επώνυμοι πολίτες προστρέχουν, συχνά
κρύβοντας τα πρόσωπά τους, στην ανώνυμη επαιτεία και τέως επιλεκτικοί
καταναλωτές ψάχνουν στους κάδους των απορριμμάτων. Μέρα με τη μέρα
πληθαίνουν οι άρρωστοι που δεν τολμούν καν να πληροφορηθούν αν
χρειάζονται θεραπεία, οι ψυχικά ασταθείς που αυτο-εγκαταλείπονται στην
κατατονία και στην αδιαφορία, οι απόμαχοι της ζωής που δεν περιμένουν
παρά τον θάνατο μέσα σε μια απόλυτη και δύσοσμη ανέχεια και οι
απεγνωσμένοι που διαπραγματεύονται ακόμα και με την ιδέα της
αυτοχειρίας.
Και παρ’ όλα αυτά, οι κατεστημένες εξουσίες απέχουν, σιωπούν, κρύβονται ή ίσως, καμιά φορά, και επιχαίρουν.
Ακόμα και αν τα συμπτώματα είναι τραγικά -μας λένε-, είναι ιστορικά
αναπόφευκτα. Οποιοι έχουν συνηθίσει να καταναλίσκουν περισσότερα από όσα
παρήγαν, πρέπει τώρα να πληρώσουν τον λογαριασμό. Οσοι είχαν παρασυρθεί
από τις σειρήνες της παγκόσμιας μαζικής καταναλωτικής ευωχίας,
«όφειλαν» να έχουν εγκαίρως βουλώσει όχι μόνο το στόμα τους αλλά και τα
αυτιά τους. Οσοι είχαν πιστέψει ότι ξοδεύοντας αλόγιστα και δανειζόμενοι
αφειδώς από τις πρόθυμες τράπεζες δεν ικανοποιούσαν απλώς τις ατομικές
τους επιθυμίες αλλά συνέβαλαν στην υλοποίηση του γενικού αναπτυξιακού
συμφέροντος, «όφειλαν» να έχουν εγκαίρως καταλάβει ότι οι παραινέσεις
των απανταχού ιθυνόντων δεν ήταν τίποτε άλλο από κενά ρητορικά σχήματα
που δεν αντιστοιχούσαν παρά στα δικά τους συμφέροντα.
Οσοι είχαν πεισθεί ότι το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να αναπαράγεται εις το διηνεκές προσφέροντας
σε όλους τους πολίτες την ικανοποίηση ολοένα και περισσότερων
φαντασιώσεων, όφειλαν να έχουν προκρίνει να αντισταθούν στα υποβολιμαία
κελεύσματα της κυρίαρχης γνώμης. Οσοι είχαν ταυτίσει την ιδιωτική τους
ισορροπία με την ανταγωνιστική σώρευση σημάτων κοινωνικής διάκρισης,
όφειλαν να έχουν καταλάβει -πριν να είναι πολύ αργά- πως η ατομική ηθική
και κοινωνική τους ολοκλήρωση δεν «έπρεπε» να μπορεί να εμφανίζεται ως
συνάρτηση της καταναλωτικής τους «επιτυχίας». Και όσοι αποδεικνύεται
σήμερα πως δεν φρόντισαν εγκαίρως να επιλέξουν να επιζούν ως
αποστασιοποιημένοι και λιτοί σοφοί, οφείλουν να αποδεχθούν την τιμωρία.
Το ηθικό δίδαγμα δεν αφήνει λοιπόν περιθώρια αμφιβολίας.
Η αγωνία για το αύριο είναι «ευκαιρία» ώστε να ξανασκεφτούμε γύρω από
το ποιοι είμαστε και τι μπορούμε να ελπίσουμε. Πρέπει, λοιπόν, να
μετανοήσουμε ατομικά και να αδρανήσουμε συλλογικά. Πρέπει να
εξακολουθήσουμε να είμαστε προσηλωμένοι στην αναγκαιότητα ενός
φιλελεύθερου καπιταλισμού, που οφείλει εντούτοις να τιμωρεί εκείνους που
απέτυχαν να προβλέψουν σωστά τις ενδεχόμενες παρενέργειες των
τυποποιημένων εντολών του.
Πρέπει να δεχθούμε πως η λογική της ιστορίας επιτάσσει να υποκλινόμαστε αδιαμαρτύρητα σε όλες
τις «παράπλευρες απώλειες» του κυρίαρχου ορθολογισμού, ακόμα και όταν
οι απώλειες αυτές επεκτείνονται στις ανακουφιστικές «εικόνες εαυτού» που
είχαν συγκροτηθεί μέσα στον χρόνο.
Πρέπει να συνυπογράψουμε το αξίωμα ότι όλοι οφείλουμε να υπέχουμε την
ακέραια και αδιαίρετη ευθύνη για ένα ατομικό μέλλον που δεν μπορούμε
εντούτοις να το προσδιορίσουμε οι ίδιοι. Πρέπει να παραιτηθούμε από
οποιαδήποτε συλλογική προσπάθεια να μετατοπίσουμε από κοινού τους όρους
της ορθολογικής αγοραίας τιμωρίας μας για τις παρελθούσες αμαρτίες μας.
Πρέπει να εξακολουθήσουμε να είμαστε μεμονωμένα άτομα, δίχως να μπορούμε
να μεταμορφωθούμε σε ιστορικά υποκείμενα. Αλλάζοντας τη λάθος ζωή μας,
πρέπει να πάψουμε να ελπίζουμε πως θα έχουμε δική μας ζωή.
Πρέπει να ξεχάσουμε και να ξεπεράσουμε τους ιδιοτελείς «εαυτούς» μας, δίχως
να καταφύγουμε στην επικίνδυνη και ανορθολογική χίμαιρα της
συλλογικότητας. Πρέπει να αποδεχθούμε πως μπορούμε να οφείλουμε να
δρούμε μέσα σε ένα ανοίκειο, ακατανόητο και αποκρουστικό σημασιολογικό,
συμβολικό και ηθικό κενό. Και πρέπει να αντικαταστήσουμε τα συντρίμμια
του ειδώλου μας από ένα θολό ομοίωμα μέσα στο οποίο δεν μπορεί κανείς να
διακρίνει τίποτε εκτός από το τίποτε.
Η σωτηρία μας επιτάσσει να κοιτάζουμε δίχως να βλέπουμε σε έναν θρυμματισμένο, βουβό και κενό καθρέφτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου