Της Ειρήνης Κ. Μυλωνά*
πηγή: left.gr
Δεν είναι η πρώτη φορά που βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την σχετικοποίηση της εφαρμογής των νόμων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο όνομα της πάταξης της εγκληματικότητας. Ασφαλώς, το φαινόμενο αυτό ήταν σύνηθες σε περιπτώσεις όπου τα θύματα της παραβίασης εμφανίζονταν ως ιδιαίτερα επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια εγκληματίες, οπότε και με τη βοήθεια των ΜΜΕ, ήταν πολύ πιο εύκολη η αποδοχή των περιστατικών αυτών από την κοινή γνώμη. Αναπόφευκτη κατάληξη, αλλά και στόχο της παραπάνω πολιτικής μηδενικής ανοχής, αποτελεί η επέκτασή της σε κάθε είδους συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από το σύστημα ως παραβατική, καθιστώντας των καθένα και την καθεμιά από εμάς, πιθανά θύματά της. Το μεγαλύτερο θύμα ωστόσο, δεν είναι άλλο από την νομιμότητα και κατ' επέκταση την ίδια την δημοκρατία.
Προσεγγίζοντας, τώρα, το ζήτημα της αποφυγής πληρωμής εισιτηρίου και τις πρακτικές των ελεγκτών για την είσπραξη των προστίμων από νομική σκοπιά, πρέπει να αναφέρουμε τα εξής: Η διάταξη του άρθρου 391 του Ποινικού Κώδικα, προβλέπει ότι όποιος χρησιμοποιεί μέσο δημόσιας συγκοινωνίας που προορίζεται για κοινή χρήση χωρίς να καταβάλλει το αντίτιμο εισιτηρίου οποιασδήποτε μορφής, τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο. Η ποινικοποίηση της συμπεριφοράς αυτής επανήλθε το 2011, δεκαέξι χρόνια μετά την αποποινικοποίησή της. Η εισηγητική έκθεση του Υπουργείου για την επαναφορά της ποινικοποίησης ανέφερε ότι η λαθρεπιβίβαση στα μέσα μαζικής μεταφοράς θέτει υπό σοβαρή διακινδύνευση την οικονομική και λειτουργική βιωσιμότητα του συστήματος των δημοσίων συγκοινωνιών της χώρας. Η γενικότητα της αιτιολόγησης είχε από νωρίς επισημανθεί από τους νομικούς, καθώς δεν εκπορεύθηκε από συγκεκριμένες συγκοινωνιολογικές και εγκληματολογικές μελέτες οι οποίες να τεκμηριώνουν τις επιπτώσεις της λαθρεπιβίβασης στην βιωσιμότητα των συγκοινωνιών ή την ανεπάρκεια των διοικητικών κυρώσεων για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Επιπρόσθετα, η εισηγητική έκθεση έκανε αναφορά και στην ηθική απαξία της πράξης αποφυγής πληρωμής εισιτηρίου, χαρακτηρίζοντάς την ιδιαίτερα μεγάλη, δεδομένου ότι η εν λόγω παραβατικότητα επηρεάζει εν τέλει και έχει αρνητικό αντίκτυπο στο σύνολο των πολιτών και της κοινωνίας.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς, ποια είναι η ηθική απαξία του να μην πληρώσει εισιτήριο ένας άνεργος ή οποιοσδήποτε από τους συμπολίτες μας αδυνατεί να καταβάλει το τίμημα αυτό λόγω της οικονομικής κατάστασης στην οποία τον έχουν φέρει η ασκούμενη οικονομική πολιτική σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη κοινωνικού κράτους. Πρόκειται για τον σύγχρονο Γιάννη Αγιάννη, που όχι μόνο η κοινωνία, αλλά και το ίδιο το δίκαιό μας αναγνωρίζει μειωμένη απαξία για τις παράνομες πράξεις που τελεί λόγω της ένδειάς του. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της κλοπής ευτελούς αξίας, στο άρθρο 377 Π.Κ., προβλέπεται η δυνατότητα του δικαστηρίου να κρίνει ατιμώρητο τον δράστη, εάν τέλεσε την πράξη από ανάγκη για άμεση χρήση ή ανάλωση του αντικειμένου. Η αναντιστοιχία αυτής της πρόβλεψης με την επίκληση αυξημένης ηθικής απαξίας στην περίπτωση της μη πληρωμής εισιτηρίου είναι προφανής.
Συνεχίζοντας, όσον αφορά την ακολουθούμενη από του ελεγκτές πρακτική να κρατούν δια της βίας (κλείνοντας τις πόρτες του οχήματος) τον επιβάτη μέχρι το τέρμα της διαδρομής προκειμένου να βεβαιωθεί το πρόστιμο, πρέπει να επισημανθεί ότι συνιστά παράνομη κατακράτηση, η οποία τιμωρείται κατά το άρθρο 325 Π.Κ. με φυλάκιση. Η πράξη παραμένει άδικη και δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της με την αιτιολογία ότι τελέστηκε από τον ελεγκτή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, καθώς η αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου είναι σύμφωνα με το δίκαιό μας πταίσμα και η σύλληψη του δράστη μπορεί να γίνει μόνο από αστυνομικό όργανο ή ανακριτικό υπάλληλο. Ο ελεγκτής ασφαλώς δεν ανήκει σε καμία από τις προβλεπόμενες κατηγορίες, οπότε κρατώντας τον επιβάτη παρά τη θέλησή του, διαπράττει πλημμέλημα το οποίο διώκεται αυτεπαγγέλτως. Οπότε στην περίπτωση που βρίσκονται στο σημείο αστυνομικά όργανα οφείλουν να προβούν στην σύλληψή του και να εφαρμόσουν την αυτόφωρη διαδικασία.
Δυστυχώς, η κατάφωρη παραβίαση της νομοθεσίας επιχειρείται να καλυφθεί από τις κραυγές περί τζαμπατζήδων επιβατών και ελεγκτών οι οποίοι “δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους”. Ωστόσο, εάν θέλουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας πολίτες ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου, η απάντηση σε τέτοιου είδους διλλήματα πρέπει να είναι ξεκάθαρη. Η αρχή της νομιμότητας πρέπει να γίνεται σεβαστή και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί να σχετικοποιείται στο βωμό οποιασδήποτε σκοπιμότητας. Αυτός εξάλλου είναι ο ρόλος των προστατευτικών για τα ανθρώπινα δικαιώματα διατάξεων, η προστασία του ανίσχυρου πολίτη, έναντι της κάθε πιθανής αυθαιρεσίας της πανίσχυρης κρατικής μηχανής. Κάθε φορά που παραβιάζεται το δίκαιο στο όνομα της πάταξης κάποιας “ιδιαίτερα βλαβερής” συμπεριφοράς, ανοίγουμε την πόρτα στον ολοκληρωτισμό και στερούμε από τους ίδιους του εαυτούς μας το δικαίωμα στην ελευθερία και τη δικαιοσύνη.
Σήμερα, η φτώχεια δεν μας χτυπάει πια την πόρτα, αλλά είναι ήδη εδώ. Το χρέος μας, απέναντι σε τέτοια περιστατικά είναι διπλό. Χρέος της κοινωνίας να οργανωθεί με ουσιαστική αλληλεγγύη για τη σωτηρία της αξιοπρέπειας της, αλλά και του νομικού κόσμου να δώσει στη δικαιοσύνη το πραγματικό της νόημα.
*Δικηγόρος Συνονίστρια Οργάνωσης Μελών ΣΥΡΙΖΑ Σερρών
πηγή: left.gr
Δεν είναι η πρώτη φορά που βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την σχετικοποίηση της εφαρμογής των νόμων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο όνομα της πάταξης της εγκληματικότητας. Ασφαλώς, το φαινόμενο αυτό ήταν σύνηθες σε περιπτώσεις όπου τα θύματα της παραβίασης εμφανίζονταν ως ιδιαίτερα επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια εγκληματίες, οπότε και με τη βοήθεια των ΜΜΕ, ήταν πολύ πιο εύκολη η αποδοχή των περιστατικών αυτών από την κοινή γνώμη. Αναπόφευκτη κατάληξη, αλλά και στόχο της παραπάνω πολιτικής μηδενικής ανοχής, αποτελεί η επέκτασή της σε κάθε είδους συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από το σύστημα ως παραβατική, καθιστώντας των καθένα και την καθεμιά από εμάς, πιθανά θύματά της. Το μεγαλύτερο θύμα ωστόσο, δεν είναι άλλο από την νομιμότητα και κατ' επέκταση την ίδια την δημοκρατία.
Προσεγγίζοντας, τώρα, το ζήτημα της αποφυγής πληρωμής εισιτηρίου και τις πρακτικές των ελεγκτών για την είσπραξη των προστίμων από νομική σκοπιά, πρέπει να αναφέρουμε τα εξής: Η διάταξη του άρθρου 391 του Ποινικού Κώδικα, προβλέπει ότι όποιος χρησιμοποιεί μέσο δημόσιας συγκοινωνίας που προορίζεται για κοινή χρήση χωρίς να καταβάλλει το αντίτιμο εισιτηρίου οποιασδήποτε μορφής, τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο. Η ποινικοποίηση της συμπεριφοράς αυτής επανήλθε το 2011, δεκαέξι χρόνια μετά την αποποινικοποίησή της. Η εισηγητική έκθεση του Υπουργείου για την επαναφορά της ποινικοποίησης ανέφερε ότι η λαθρεπιβίβαση στα μέσα μαζικής μεταφοράς θέτει υπό σοβαρή διακινδύνευση την οικονομική και λειτουργική βιωσιμότητα του συστήματος των δημοσίων συγκοινωνιών της χώρας. Η γενικότητα της αιτιολόγησης είχε από νωρίς επισημανθεί από τους νομικούς, καθώς δεν εκπορεύθηκε από συγκεκριμένες συγκοινωνιολογικές και εγκληματολογικές μελέτες οι οποίες να τεκμηριώνουν τις επιπτώσεις της λαθρεπιβίβασης στην βιωσιμότητα των συγκοινωνιών ή την ανεπάρκεια των διοικητικών κυρώσεων για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Επιπρόσθετα, η εισηγητική έκθεση έκανε αναφορά και στην ηθική απαξία της πράξης αποφυγής πληρωμής εισιτηρίου, χαρακτηρίζοντάς την ιδιαίτερα μεγάλη, δεδομένου ότι η εν λόγω παραβατικότητα επηρεάζει εν τέλει και έχει αρνητικό αντίκτυπο στο σύνολο των πολιτών και της κοινωνίας.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς, ποια είναι η ηθική απαξία του να μην πληρώσει εισιτήριο ένας άνεργος ή οποιοσδήποτε από τους συμπολίτες μας αδυνατεί να καταβάλει το τίμημα αυτό λόγω της οικονομικής κατάστασης στην οποία τον έχουν φέρει η ασκούμενη οικονομική πολιτική σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη κοινωνικού κράτους. Πρόκειται για τον σύγχρονο Γιάννη Αγιάννη, που όχι μόνο η κοινωνία, αλλά και το ίδιο το δίκαιό μας αναγνωρίζει μειωμένη απαξία για τις παράνομες πράξεις που τελεί λόγω της ένδειάς του. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της κλοπής ευτελούς αξίας, στο άρθρο 377 Π.Κ., προβλέπεται η δυνατότητα του δικαστηρίου να κρίνει ατιμώρητο τον δράστη, εάν τέλεσε την πράξη από ανάγκη για άμεση χρήση ή ανάλωση του αντικειμένου. Η αναντιστοιχία αυτής της πρόβλεψης με την επίκληση αυξημένης ηθικής απαξίας στην περίπτωση της μη πληρωμής εισιτηρίου είναι προφανής.
Συνεχίζοντας, όσον αφορά την ακολουθούμενη από του ελεγκτές πρακτική να κρατούν δια της βίας (κλείνοντας τις πόρτες του οχήματος) τον επιβάτη μέχρι το τέρμα της διαδρομής προκειμένου να βεβαιωθεί το πρόστιμο, πρέπει να επισημανθεί ότι συνιστά παράνομη κατακράτηση, η οποία τιμωρείται κατά το άρθρο 325 Π.Κ. με φυλάκιση. Η πράξη παραμένει άδικη και δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της με την αιτιολογία ότι τελέστηκε από τον ελεγκτή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, καθώς η αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου είναι σύμφωνα με το δίκαιό μας πταίσμα και η σύλληψη του δράστη μπορεί να γίνει μόνο από αστυνομικό όργανο ή ανακριτικό υπάλληλο. Ο ελεγκτής ασφαλώς δεν ανήκει σε καμία από τις προβλεπόμενες κατηγορίες, οπότε κρατώντας τον επιβάτη παρά τη θέλησή του, διαπράττει πλημμέλημα το οποίο διώκεται αυτεπαγγέλτως. Οπότε στην περίπτωση που βρίσκονται στο σημείο αστυνομικά όργανα οφείλουν να προβούν στην σύλληψή του και να εφαρμόσουν την αυτόφωρη διαδικασία.
Δυστυχώς, η κατάφωρη παραβίαση της νομοθεσίας επιχειρείται να καλυφθεί από τις κραυγές περί τζαμπατζήδων επιβατών και ελεγκτών οι οποίοι “δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους”. Ωστόσο, εάν θέλουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας πολίτες ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου, η απάντηση σε τέτοιου είδους διλλήματα πρέπει να είναι ξεκάθαρη. Η αρχή της νομιμότητας πρέπει να γίνεται σεβαστή και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί να σχετικοποιείται στο βωμό οποιασδήποτε σκοπιμότητας. Αυτός εξάλλου είναι ο ρόλος των προστατευτικών για τα ανθρώπινα δικαιώματα διατάξεων, η προστασία του ανίσχυρου πολίτη, έναντι της κάθε πιθανής αυθαιρεσίας της πανίσχυρης κρατικής μηχανής. Κάθε φορά που παραβιάζεται το δίκαιο στο όνομα της πάταξης κάποιας “ιδιαίτερα βλαβερής” συμπεριφοράς, ανοίγουμε την πόρτα στον ολοκληρωτισμό και στερούμε από τους ίδιους του εαυτούς μας το δικαίωμα στην ελευθερία και τη δικαιοσύνη.
Σήμερα, η φτώχεια δεν μας χτυπάει πια την πόρτα, αλλά είναι ήδη εδώ. Το χρέος μας, απέναντι σε τέτοια περιστατικά είναι διπλό. Χρέος της κοινωνίας να οργανωθεί με ουσιαστική αλληλεγγύη για τη σωτηρία της αξιοπρέπειας της, αλλά και του νομικού κόσμου να δώσει στη δικαιοσύνη το πραγματικό της νόημα.
*Δικηγόρος Συνονίστρια Οργάνωσης Μελών ΣΥΡΙΖΑ Σερρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου