Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Σαν σήμερα, ο Μ. Γλέζος και ο Α. Σάντας κατεβάζουν τη σβάστικα από την Ακρόπολη


Σαν σήμερα, το 1941, δύο φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος (Λάκης) Σάντας πηγαίνουν στην Μπενάκειο Βιβλιοθήκη, βρίσκουν και μελετούν όλα τα σχεδιαγράμματα της Ακρόπολης. Όταν θα κατεβάσουν τη γερμανική σημαία από τον ιερό βράχο, θα αφήσουν επίτηδες επάνω στον ιστό τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα για να μην κατηγορηθούν οι Έλληνες φύλακες.
Ακολουθεί η συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Απόστολος Σάντας, που έφυγε από τη ζωή πριν από μερικές εβδομάδες, στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα του Στέλιου Κούλογλου:

Θέλω να σας ρωτήσω πού βρισκόσασταν και πόσων χρονών ήσασταν όταν ξέσπασε ο πόλεμος;
Με ρωτήσατε πού βρισκόμουν, πόσων χρονών ήμουν όταν ξέσπασε ο πόλεμος, δηλαδή την 28η Οκτωβρίου. Μόλις είχαμε τελειώσει τον περασμένο χρόνο το Γυμνάσιο, το 4ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών στο οποίο πήγαινα μαζί με τον Μανόλη Γλέζο και είχαμε δώσει, πέρασε το καλοκαίρι και το Σεπτέμβριο δώσαμε εγώ στα Νομικά, ο Μανόλης Γλέζος στην Ανωτάτη Εμπορική και κάτι άλλοι συμμαθητές μας σε άλλες Ανώτατες Σχολές.
Εγώ είχα μπει στα Νομικά του Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Μανόλης είχε μπει στην Ανωτάτη Εμπορική. Και περιμέναμε να αρχίσουν τα μαθήματα. Στις 28 Οκτωβρίου λοιπόν, που ήταν ημέρα Δευτέρα, ξαφνικά ακούστηκαν το πρωί, πρωί σειρήνες οι οποίες σειρήνες είχαν τοποθετηθεί για την προστασία του πληθυσμού σε αντιαεροπορική ας πούμε άμυνα επειδή επέκειτο πόλεμος, να προφυλαχθεί ο πληθυσμός σε τίποτα καταφύγια κτλ., είχαν γίνει και ορισμένα μαθήματα πολύ σωστά, διότι επέκειτο βομβαρδισμός από αεροπλάνα εχθρικά.
Θα ήθελα να μου περιγράψετε το κλίμα πριν την 28η Οκτωβρίου. Μου λέτε ότι μύριζε πόλεμος, ήταν κάτι που πλανιόταν;
Η γενική κατάσταση βρισκόταν στην Ευρώπη ως εξής: Υπήρχε η Συμμαχία η λεγόμενη του Αξονα, η οποία απετελείτο από τη ναζιστική Γερμανία, από τη φασιστική Ιταλία και από τη μιλιταριστική Ιαπωνία, στην Απω Ανατολή. Απέναντί της ήταν οι διάφορες λεγόμενες «δημοκρατίες δυτικές», οι οποίες ήταν η Αγγλία, επικεφαλής η Αγγλία, η Γαλλία και ορισμένες κτήσεις τους.
Η υπόλοιπη Ευρώπη βρισκόταν στην εξής κατάσταση: Υπήρχαν 4 με 5 χώρες οι οποίες ήταν ουδέτερες, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελβετία, Σουηδία, οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης που δεν είχαν καταληφθεί από τα γερμανικά στρατεύματα, δηλαδή Ουγγαρία, Αυστρία, Βουλγαρία ήταν σύμμαχοι με τους Γερμανούς και υπήρχε η Γιουγκοσλαβία και η Ελλάδα που δεν είχαν καταληφθεί. Οι Ιταλοί είχαν καταλάβει την Αλβανία και είχαν τα στρατεύματά τους κατέβει στα σύνορα τα αλβανικά με τα ελληνικά. Το καλοκαίρι που πέρασε, στις 15 Αυγούστου, ένα καταδρομικό πλοίο πολεμικό το μονο που είχε η Ελλάδα και άξιζε τον κόπο , εκτός από έναν μικρό στόλο, είχε πάει στην Τήνο για τη γιορτή της Παναγίας, να αποτίσει τιμή.
Το πλοίο αυτό βυθίστηκε από τορπίλη αγνώστου υποβρυχίου το οποίο όμως όλοι ξέρανε ότι πρέπει να ήταν ιταλικό. Εν τω μεταξύ στα σύνορα Αλβανίας - Ελλάδος, τα ιταλικά στρατεύματα δημιουργούσαν συνέχεια επεισόδια. Και έτσι ο κόσμος είχε καταλάβει ότι οι Ιταλοί είχαν σκοπό να επιτεθούν στην Ελλάδα. Τώρα πώς θα γινόταν αυτό κτλ. δεν ήξερε κανένας αλλά υπήρχε διάχυτο αυτό το συναίσθημα. Έτσι ο κόσμος, ιδιαίτερα όταν έγινε ο τορπιλισμός με αυτό τον άτιμο τρόπο σε ένα λιμάνι το οποίο να είναι αραγμένο και να τορπιλιστεί ύπουλα, αυτό είχε αγανακτήσει τον κόσμο και υπήρχε ένα αίσθημα αδικίας, υπήρχε ένα τέτοιο διάχυτο αίσθημα, και ο κόσμος είχε αγανακτήσει.
Έτσι λοιπόν, όταν χτύπησαν οι σειρήνες τη Δευτέρα το πρωί της 29ης Οκτωβρίου, ο κόσμος όλος βγήκε στα μπαλκόνια, στα παράθυρα και ρώτησε τι συμβαίνει. Τα ραδιόφωνα λοιπόν, έγινε εκπομπή και είπαν ότι οι ιταλικές δυνάμεις επιτίθενται από την πρωί σήμερα στις ελληνικές δυνάμεις και άρχισε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Όπως λοιπόν όλοι οι άλλοι, κι εγώ ήμουν στο σπίτι μου και βγήκα κι εγώ μαζί με τη μάνα μου, τον πατέρα μου και την αδερφή μου στο μπαλκόνι να δούμε τι γίνεται. Ζούσα εκεί κοντά στην οδό Κολωνού, κοντά στην πλατεία Κουμουνδούρου, λίγο πιο κάτω από το Ωδείο Αθηνών τότε, στην οδό Πειραιώς.
Και είδαμε τότε, πράγμα το οποίο μου έκανε κατάπληξη κι εμένα και στους άλλους, είδαμε τους νέους άντρες τους Έλληνες οι οποίοι χωρίς να σκεφτούν ούτε στιγμή να τρέχουν να ανεβαίνουν στα τραμ και στα φορτηγά αυτοκίνητα και στα λεωφορεία για να προχωρήσουν επάνω να φτάσουν στα έμπεδα στο Γουδί, όπου ήταν τα στρατιωτικά έμπεδα, να οπλισθούν, να καταταγούν στο στρατό για να πάνε να πολεμήσουν. Να πολεμήσουν τους Ιταλούς οι οποίοι άδικα επιτίθενται στην πατρίδα τους.

Το θέμα είναι ότι ολόκληρη η Ευρώπη η οποία ήταν ήδη κάτω από τις μπότες της γερμανικής στρατιωτικής δύναμης της Βέρμαχτ του γερμανικού στρατού που ήταν μηχανοκίνητος και τρομερός στρατός και ολόκληρη η Ευρώπη ήταν τρομοκρατημένη. Ήταν κάτι πολύ μεγάλο και μεγαλειώδες να βλέπεις τους Έλληνες νέους ανθρώπους να τρέχουν να πάνε να πολεμήσουν ποιον; Έναν μεγάλο ιταλικό στρατό ο οποίος ήταν περισσότερο εκπαιδευμένος, περισσότερο εμπλουτισμένος με πυροβολικό, με τεθωρακισμένα και με μεγάλη αεροπορία, να πολεμήσουν.

Δηλαδή μια συστάδα ανθρώπων να πολεμήσει ..
Ναι, έναν από τους συμμάχους της τρομερής αυτής συμμαχίας του Aξονα. Η οποία αυτή τη στιγμή είχε δημιουργήσει κατάσταση σε ολόκληρη την Ευρώπη, η οποία ήταν τρομοκρατημένη. Έτσι λοιπόν απεδείχθη ότι μια μικρή χώρα, ο λαός μιας μικρής χώρας που έχει μέσα του βαθιά ριζωμένο το αίσθημα της αξιοπρέπειας, της τιμής, της ανδρειοσύνης, δε γονατίζει μπροστά σε κανέναν δυνάστη όσο δυνατός και να είναι αυτός.

Οπότε ήσαστε λοιπόν φοιτητής την 28η Οκτωβρίου. Ποιες είναι οι πρώτες σκέψεις, ποιες είναι οι πρώτες συζητήσεις που κάνατε;

Οι πρώτες σκέψεις ήταν, και εγώ και κάτι συμμαθητές μου και φίλοι μου από το Γυμνάσιο, πρώτος και καλύτερος ο Μανόλης ο Γλέζος, ήταν να ζητήσουμε να πάμε εθελοντές στο στρατό, στον ελληνικό στρατό να πάμε στο μέτωπο να πολεμήσουμε. Εγώ ήμουν 18 προς τα 19, 18 ετών. Είχα μπει στα 18 δηλαδή και προχωρούσα προς τα 19 και έτσι δε μας δεχτήκανε στο στρατό. Διότι δεν υπήρχε λόγος προς το παρόν ας πούμε, δεν είχαν κάνει πανστρατιά.
Οπότε, μετά από αυτή την άρνηση;

Μαζευόμαστε όλοι μαζί, συζητάγαμε. Ο ελληνικός στρατός άρχισε να έχει επιτυχίες, ο οποίος όχι μόνο αναχαίτισε τις επιθέσεις των Ιταλών οι οποίοι Ιταλοί είχαν βάλει στο μέτωπο ακριβώς εκείνο από το οποίο επετέθησαν, λίγο παραπάνω από το Μέτσοβο, είχαν βάλει την καλύτερή τους μεραρχία, αφού προετοιμάσανε λοιπόν το έδαφος με Πυροβολικό και με Αεροπορία και χτυπήσανε ορισμένες πόλεις, την Πάτρα κτλ., επιτέθηκαν και οι δικοί μας.
Απέναντί τους υπήρχε ένα σύνταγμα με συνταγματάρχη τον Δαβάκη ο οποίος με πολύ δημοκρατικό τρόπο κάλεσε τους Αξιωματικούς του συντάγματος και τους είπε τα εξής, όπως μάθαμε εκ των υστέρων δηλαδή: Ότι «έχω λάβει διαταγές, εάν οι δυνάμεις οι οποίες επιτίθενται είναι μεγαλύτερες από μας και δε μπορούμε να κρατήσουμε το μέτωπο, να υποχωρήσω τακτικά. Εγώ όμως δεν προτίθεμαι να υποχωρήσω. Όποιος Αξιωματικός νομίζει ότι δεν είναι οικογενειάρχης και δε μπορεί να σταθεί εδώ μέχρις ενός, μπορεί να αποχωρήσει χωρίς να προσβληθεί κανείς».
Ομόφωνα όλοι οι Αξιωματικοί είπαν «όχι, θα μείνουμε όλοι εδώ». Το είπαν και στους άντρες και όταν άρχισε η ιταλική επίθεση, όχι μόνο αναχαιτίσανε την ιταλική επίθεση, αλλά μετά από λίγες μέρες αρχίσανε να επιτίθενται και άρχισαν οι νίκες του ελληνικού στρατού οπότε ο κόσμος ήταν πολύ ενθουσιασμένος, χτυπάγανε οι καμπάνες, έβγαινε έξω ο κόσμος όλος και ζητωκραύγαζε, οι γυναίκες πλέκανε εν τω μεταξύ γιατί είχε αρχίσει το κρύο, ο ελληνικός στρατός έπαιρνε τις πόλεις της βορείου Ηπείρου τη μία μετά την άλλη εκδιώκοντας τα ιταλικά στρατεύματα και αυτή η δουλειά γινόταν επί έξι περίπου μήνες.

Εσείς στην Αθήνα μαθαίνατε για αυτές τις νίκες;


Μαθαίναμε, ενθουσιαζόμαστε, ήμαστε πολύ ενθουσιασμένοι και περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει.
Στους έξι μήνες όμως αρχίζουν τα κακά.

Ναι. Φτάνουμε λοιπόν στις 6 Απριλίου. Οι Ιταλοί παρά τις επιθέσεις η μία μετά την άλλη κτλ, ο Μουσολίνι αναγκάζεται να αντικαταστήσει τους αρχιστράτηγους τους Ιταλούς δυο φορές, έρχεται ο ίδιος στην Αλβανία, διατάζει όταν άρχισε ο Μάρτιος, δηλαδή η άνοιξη, διατάζει μια γενική επίθεση η οποία και αυτή αποτυχαίνει και βρισκόμαστε σε αυτή την κατάσταση οπότε τελειώνει ο Μάρτιος και αρχίζει ο Απρίλιος.
Οι Γερμανοί, το γερμανικό στρατηγείο της Βέρμαχτ, αφού βλέπει ότι οι Ιταλοί δεν είναι δυνατό να κατανικήσουν τους Έλληνες, των οποίων Ελλήνων οι νίκες αυτές εναντίον ενός υπέρτερου ιταλικού στρατού που κομπορρημονούσε ο Μουσολίνι ότι έχει 8 εκατομμύρια λόγχες με μεγάλη Αεροπορία μετά τη γερμανική, η μεγαλύτερη Αεροπορία στην Ευρώπη, με στόλο της Μεσογείου ο οποίος ήταν μεγαλύτερος και από το στόχο που είχε η Αγγλία στη Μεσόγειο την οποία Μεσόγειο οι Ιταλοί τη λέγανε «Μάρε Νόστρουμ», δηλαδή «δική μας θάλασσα».
Αυτές λοιπόν οι νίκες των Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι Έλληνες στρατιώτες πολεμώντας σε πολύ αντίξοες συνθήκες με τρομερό χειμώνα επάνω στα βουνά της Πίνδου σε απόκρυμνες κορφές που ακόμη δε μπορούσαν να φτάσουν ούτε τα μουλάρια και ένα διάστημα οι γυναίκες της 8ης Μεραρχίας της Ηπείρου των οποίων οι άντρες πολεμούσαν εκεί επειδή παίρνανε και βάζανε στην πλάτη τους πυρομαχικά και ψωμί και τυρί και ελιές, ξηρά τροφή να πάνε στους άντρες τους να τους δώσουν πυρομαχικά για να πολεμήσουν και ένα κομμάτι ψωμί για να φάνε, οι νίκες λοιπόν αυτών των Ελλήνων στρατιωτών είχαν κάνει εντύπωση σε ολόκληρο τον κόσμο. Και παντού τα ραδιόφωνα, διότι τότε υπήρχαν μόνο ραδιόφωνα, τα ραδιόφωνα των συμμάχων αλλά και των άλλων χωρών, λέγανε διάφορα ενθουσιώδη σχόλια για τις νίκες αυτές του ηρωικού ελληνικού στρατού.
Έτσι λοιπόν οι Γερμανοί, το γερμανικό στρατηγείο είδε ότι οι Ιταλοί δε μπορούν να κάνουν τίποτε και έτσι έδωσε διαταγή ο επικεφαλής, ο Χίτλερ στον Φον Λιστ, στο στρατάρχη φον Λιστ της 12ηςστρατιάς, να επιτεθεί στην Ελλάδα. Ο Φον Λιστ πέρασε μέσα από τη Βουλγαρία η οποία ήταν σύμμαχος των Γερμανών και επίσης ζήτησαν από το βασιλιά της Γιουγκοσλαβίας να περάσουν και από κει, ο οποίος βασιλιάς μαζί με το επιτελείο των στρατηγών του, ήταν σύμμαχοι, είχαν κάνει συμμαχία με τους Γερμανούς.
Όμως ο γιουγκοσλαβικός λαός εξανέστη εναντίον αυτής της συμμαχίας και επαναστάτησε. Και τότε έδωσε εντολή ο Χίτλερ στη γερμανική Αεροπορία να καταστρέψει την πρωτεύουσας της Γιουγκοσλαβίας, το Βελιγράδι, το οποίο και κατεστράφη. Και αμέσως επιτεθήκανε στη Γιουγκοσλαβία και στις 6 Απριλίου επιτεθήκανε στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα, σε εκείνο το σημείο υπήρχε μια γραμμή με οχυρωματικά έργα και οι Έλληνες οι οποίοι ήταν κλεισμένοι στα στρατιωτικά τμήματα του ελληνικού στρατού που ήταν κλεισμένα σε αυτά τα οχυρά, πολεμήσανε πολύ ηρωικά, σε σημείο που οι Γερμανοί Αξιωματικοί όταν τελικά παραδόθηκαν αυτά τα οχυρά, παρουσιάσανε όπλα και χαιρετίσανε τους Έλληνες μαχητές.
Ξέχασα να σας πω ότι κατά το εξάμηνο των μαχών στο αλβανικό μέτωπο, ο ελληνικός στρατός άφησε περίπου 15.000 νεκρούς και περίπου 40.000 τραυματίες, ανάπηρους και με μεγάλα κρυοπαγήματα κυρίως.
Οι Γερμανοί λοιπόν, αφού χτυπήσανε με την Αεροπορία και με τρομερό πυροβολικό και με τεθωρακισμένα τα οχυρά αυτά, τα παρακάμψανε και σε τρεις μέρες είχαν καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Από κει και πέρα υπήρχαν στα στενά, στη μέση εκεί ακριβώς που υπάρχουν στη Στερεά Ελλάδα, υπήρχαν ορισμένα τμήματα του ελληνικού στρατού, αλλά ο ελληνικός στρατός βρισκόταν ανάμεσα σε δυο μέτωπα.
Έτσι λοιπόν, υπήρχαν και ορισμένα, λίγα αγγλικά και αυστραλέζικα στρατεύματα και μάλιστα από αυτούς μόνο οι Αυστραλέζοι και οι Νεοζηλανδοί πολεμήσανε πιο πολύ, και φυσικά το μέτωπο είχε καταρρεύσει τελείως. Υπήρχαν Έλληνες στρατηγοί οι οποίοι με επικεφαλής έναν Τσολάκογλου ο οποίος μετά έγινε και Πρωθυπουργός ένα διάστημα κατοχικός, οι οποίοι ήταν και γερμανόφιλοι, διότι είχαν σπουδάσει στη Γερμανική Ακαδημία Πολέμου όπως και ο Μεταξάς και παρά το γεγονός ότι εδώ είχαμε παρεμφερές πολίτευμα αντίγραφο του φασιστικού ιταλικού πολιτεύματος, παρόλα αυτά αυτοί υπογράψανε λοιπόν την παράδοση, έκαναν ανακωχή και υπογράψανε την παράδοση του ελληνικού στρατού και οι Γερμανοί κατέβαιναν πλέον δρομέως προς την πρωτεύουσα της Ελλάδας, την Αθήνα.
Στις 27 Απριλίου φτάσανε με επικεφαλής ένα τμήμα της 12ης στρατιάς με Διοικητή το στρατηγό Φον Στούμε, φτάσανε στην Κηφισιά σε ένα μέρος που τους υπέδειξαν οι Έλληνες εκεί, ένα καφενείο που λεγόταν «Παρθενών» στην Κηφισιά, όπου τους περίμεναν ο Νομάρχης Αθηνών, ο Δήμαρχος Αθηνών ο οποίος ήταν ο Πλυτάς, ο Δήμαρχος Πειραιώς τον οποίο δε θυμάμαι πώς λεγόταν και ο Διοικητής της στρατιωτικής φρουράς Αθηνών, ο Φρούραρχος δηλαδή, ο στρατηγός Καβράκος, Έλληνας στρατηγός, οι οποίοι είχαν κηρύξει την Αθήνα ανοχύρωτη πόλη και παραδώσανε τα λεγόμενα κλειδιά της πόλεως στο στρατηγό Φον Στούμε ο οποίος έστειλε μια φάλαγγα με δυο τεθωρακισμένα επικεφαλής, αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες κτλ. προς την Αθήνα, με σκοπό να περάσουν μέσα από τους κεντρικούς δρόμους των Αθηνών, να φτάσουν στο σημείο της Ακροπόλεως, να ανεβούν στην Ακρόπολη των Αθηνών και να βάλουν την πολεμική τους σημαία εκεί. Πράγμα το οποίο έγινε.
Ένας Υπολοχαγός μαζί με έναν Ανθυπολοχαγό επικεφαλής ο οποίος είχε τυλιγμένη την πολεμική τους σημαία, μια τεράστια σημαία την οποία θα δείτε εδώ που έχει η φωτογραφία, και ανεβήκανε και στον ιστό το μεγάλο που υπήρχε στο μπελβεντέρε, στο στρογγυλό αυτό, ανεβήκανε και βάλανε τη σημαία.
Ήταν δηλαδή η σημαία σύμβολο κυριαρχίας;
Κυριαρχίας των γερμανικών στρατευμάτων που καταλάβανε την Ελλάδα. Δίπλα, παρακάτω, σε έναν μικρό ιστό, βάλανε μια μικρή ελληνική σημαία, δήθεν για να τιμήσουν ας πούμε κτλ.
Εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι ότι πρώτα πρώτα, την τελευταία στιγμή όταν παρεδόθη η πόλις πάνω στην Κηφισιά στις 11 η ώρα το πρωί, για τελευταία φορά μίλησε ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών και ο εκφωνητής ο τότε ο οποίος ήταν γνωστός, δε θυμάμαι το όνομά του, είναι γραμμένος, είπε «Έλληνες, αυτή είναι η τελευταία φορά που ακούτε τη φωνή της ελεύθερης Ελλάδος, σε λίγο ο σταθμός αυτός δε θα είναι ελληνικός, θα είναι γερμανικός, και θα ακούτε γερμανικά και ιταλικά νέα. Γεια σας, ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα, ζήτω το έθνος, ζήτω η Ελλάδα»
Αυτή ήταν η ιστορία. Εκείνο όμως το οποίο έχει σημασία είναι ότι όταν περνούσε η φάλαγγα αυτή η τεθωρακισμένη η οποία προχωρούσε να περάσει τη Βασιλίσσης Σοφίας, Κηφισίας, Βασιλίσσης Σοφίας κτλ. για να φτάσει στην Ακρόπολη, ούτε ένας Έλληνας δεν υπήρχε στο δρόμο. Δηλαδή πέρναγε η πομπή αυτή σε έρημους δρόμους. Ακόμη και τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά και μέσα από τις γρίλιες παρακολουθούσε ο κόσμος, γιατί τότε όλα τα σπίτια ήταν μονοκατοικίες και δίπατα σπίτια και είχαν παράθυρα, μπαλκόνια κτλ.
Και παρακολουθούσαν τους Γερμανούς που περνάγανε, αλλά χωρίς ούτε ένας Έλληνας αν βρεθεί στο δρόμο, εκτός βέβαια από ορισμένους δικούς τους ανθρώπους. Αυτό έχει σημασία. Αυτό το οποίο ήταν κάτι ανατριχιαστικό, το οποίο βέβαια το προσέξανε οι Γερμανοί και το αναφέρανε κατόπιν σε ορισμένες ανακοινώσεις τις οποίες είχαν κάνει.
Ενώ ας πούμε στις άλλες χώρες που ήταν πια ήδη υπό κατοχή τους επευφημούσαν, είχε κόσμο στο δρόμο..
Αυτό που έχει σημασία και μας είχε κάνει τεράστια εντύπωση ήταν ότι από τις συζητήσεις που κάναμε την άλλη μέρα μεταξύ μας όλη η παρέα ας πούμε, ανεβήκαμε επάνω στο κέντρο, στο Ζάππειο και μάθαμε ότι όταν πέρναγε αυτή η τεθωρακισμένη φάλαγγα των Γερμανών για να φτάσει να περάσει μέσα από τους κεντρικούς δρόμους να φτάσει στην Ακρόπολη να βάλει την πολεμική τους σημαία, ούτε ένας Έλληνας δεν είχε βγει στους δρόμους για να δει έστω από περιέργεια τους Γερμανούς οι οποίοι ήταν μπαρουτοκαπνισμένοι με τα κράνη, όπως ήταν, πολεμιστές, μαύροι, σου δίνανε την εντύπωση του πολεμιστή ας πούμε και προχωρούσανε..
Αλλά μέσα από τις γρίλιες, με κλεισμένα παράθυρα τους παρακολουθούσαν και δεν υπήρχε κανένας στο δρόμο εκτός βέβαια από δικούς τους ανθρώπους, την Αστυνομία κτλ. Αυτό λοιπόν έχει σημασία διότι στις άλλες χώρες της Ευρώπης, στις περισσότερες από αυτές, από ό,τι μάθαμε, σε ορισμένες φωνάζανε στα Γερμανικά, ζητωκραυγάζανε κιόλας τους Γερμανούς, τους θεωρούσαν ελευθερωτές.
Σε άλλες δε χώρες όχι μόνο είχαν συμβιβαστεί μαζί τους κτλ. αλλά είχαν αρχίσει και τους εξυπηρετούσαν, τους βοηθούσαν κτλ. Εδώ όμως δεν έγιναν αυτά τα πράγματα, στην Ελλάδα.

Πάμε λοιπόν στην επόμενη μέρα. Τι συζητάτε στην παρέα σας πέρα από αυτό;

Την επόμενη μέρα, οι Γερμανοί από ό,τι είδαμε, περάσαμε πάνω από την οδό Πανεπιστημίου, ανεβήκαμε και φτάσαμε στο Σύνταγμα και από εκεί στο Ζάππειο. Εκεί μαζευόταν όλη η παρέα, το φοιτηταριό, οι νεαροί της Αθήνας, τότε ήμαστε και λίγος πληθυσμός και ήξερε ο ένας τον άλλον κτλ.; τρόπος του λέγειν δηλαδή.
Οι Γερμανοί είχαν αρχίσει, πρώτα, πρώτα βγάλανε τα αντιαεροπορικά τους, τα κινητά αεροπορικά τους σε αυτοκίνητα πάνω και τεθωρακισμένα και περίμεναν γιατί πίστευαν ότι οι Εγγλέζοι θα στείλουν τα αεροπλάνα να βομβαρδίσουν. Και είχαν βάλει παντού, ακόμα και στην Ακρόπολη είχαν βάλει αντιαεροπορικά τα οποία είδαμε μετά όταν ανεβήκαμε επάνω να δούμε για άλλα πράγματα.
Και βλέπαμε τους Γερμανούς στρατιώτες λοιπόν εκεί γύρω, παντού δε όπου στέκονταν βάζανε σημαίες για να δείξουν στα δικά τους αεροπλάνα τα οποία περνάγανε επάνω και βομβαρδίζανε στον Πειραιά το λιμάνι, πλοία τα οποία προσπαθούσαν να πάρουν Εγγλέζους να φύγουν για τη Μέση Ανατολή κτλ., για να βλέπουν πού ήταν τα γερμανικά οχήματα, να μη βομβαρδίσουν εκεί.
Έτσι λοιπόν αρχίσαμε και συζητούσαμε μεταξύ μας τα παιδιά τι γίνεται, τι θα κάνουμε, τι θα γίνει κτλ. Αυτή ήταν η κατάσταση. Εν τω μεταξύ υπήρχε ένα ψυχολογικό κενό και στον πληθυσμό αλλά και σε εμάς ιδιαίτερα τους νέους, που είναι το πιο ευαίσθητο σημείο ενός λαού και μάλιστα ηρωικού λαού, ότι το ψυχολογικό κενό το οποίο είχε δημιουργηθεί από την εξής οξύμωρη έννοια: Ότι ενώ μέχρι προχθές ολόκληρη η Ελλάδα ήταν ενθουσιασμένη διότι τα παιδιά της, τα Ελληνόπουλα νικούσαν έναν καλύτερα εξοπλισμένο και πολυπληθέστερο εχθρικό στρατό ο οποίος μέχρι τότε μαζί με τους συμμάχους του ήταν αήττητος, και σε μια στιγμή μέσα βρέθηκα από νικητής ηττημένος.
Και όχι μόνο ηττημένος, αλλά και κατακτημένος. Υπήρχε λοιπόν ένα αίσθημα αδικίας, αγανάκτησης, λύπης, πικρίας και πόνου. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί είχαν αρχίσει ήδη τις προετοιμασίες και από ό,τι μαθαίναμε και από τις εφημερίδες είχαν αρχίσει της επιχειρήσεις δια θαλάσσης για να καταλάβουν την Κρήτη.
Είδαμε την αποτυχία, είδαμε ότι βουλιάξανε και πλοία όχι μόνο των Γερμανών αλλά και των Εγγλέζων, πολεμικά πλοία από την Αεροπορία τη γερμανική και γινόταν μάχη στη Μεσόγειο. Ξέραμε λοιπόν ότι έτσι θα αρχίσει η μάχη της Κρήτης. Και κατά τις 20 του μηνός περίπου, 19, 20 του μηνός, δε θυμάμαι ακριβώς, άρχισε η επίθεση με αλεξιπτωτιστές, με βομβαρδισμούς και εν συνεχεία με αλεξιπτωτιστές, από ό,τι μαθαίναμε δηλαδή και από το BBC.
Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί είχαν απαγορεύσει κάθε εκπομπή ξένη κτλ., είχαν κάνει προειδοποιήσεις ότι εάν τα αισθήματα του ελληνικού πληθυσμού δεν είναι φιλικά προς τους Γερμανούς στρατιώτες, θα ληφθούν αυστηρά μέτρα κτλ.

Μια μέρα που ήμαστε πάλι όλοι μαζί εκεί επάνω στο Ζάππειο και μιλούσαμε, ήταν λιακάδα, η μάχη της Κρήτης εξελισσόταν και κοιτάζαμε προς την Ακρόπολη και βλέπαμε αυτή την τεράστια πολεμική σημαία επάνω στην Ακρόπολη. Σε μια στιγμή ο Μανόλης ο οποίος ήταν στραμμένος προς την Ακρόπολη μου λέει: «Λάκη κοίταξε εκεί επάνω, κοίταξε να δεις τι γίνεται εκεί πάνω».
Κοιτάω λοιπόν, βλέπω τη σημαία. Εν τω μεταξύ είχαμε συζητήσει ιδιαίτερα με το Μανόλη με τον οποίο ήμαστε πιο συνδεδεμένοι, είχαμε συζητήσει ότι κάτι πρέπει να κάνουμε. Αλλά τι να κάνουμε; Το να πειράξουμε έναν Γερμανό στρατιώτη να του αρπάξουμε το πιστόλι κτλ. θα μας σκοτώνανε επί τόπου και θα ήταν ένα απλό συμβάν, δηλαδή με το να χτυπήσουμε έναν Γερμανό στρατιώτη δεν έβγαινε τίποτα, δεν είχε σημασία συμβολική που να πειράξει τους Γερμανούς, εμείς θέλαμε να κάνουμε κάτι που να πειράξει τους Γερμανούς, κάτι που είχε σχέση με ιδεαλισμό.
Και μόλις μου είπε ο Μανόλης και γύρισα και κοίταξα, όπως ήταν έτσι με τον ήλιο επάνω και είδα τη σβάστιγγα διότι είχε αέρα και κυμάτιζε η σημαία τους, η οποία ήταν μια τεράστια σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό και πάνω αριστερά είχε τον γοτθικό στρατό του Κάιζερ, του Α Παγκοσμίου Πολέμου, του λέω «ναι, έχεις δίκιο, αυτό είναι, αυτό πρέπει να τους κάνουμε εάν μπορούμε».
Από κει και πέρα, αμέσως μετά φύγαμε, ξεχωρίσαμε από τους άλλους και αρχίσαμε να συζητάμε εντατικά τι θα κάνουμε και πώς θα το μεθοδεύσουμε. Η πρώτη λοιπόν σκέψη ήταν να πάμε στην εγκυκλοπαίδεια, γιατί ήμαστε άνθρωποι μορφωμένοι και βιβλιοφάγοι. Και πήγαμε στη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη, ανοίξαμε την εγκυκλοπαίδεια στη λέξη «Ακρόπολις» και πήραμε όλα τα σχεδιαγράμματα και διαβάσαμε τα πάντα.

Είδαμε λοιπόν την ιστορία, πότε γκρεμιστήκανε, πότε ξαναφτιαχτήκανε, πότε την καταλάβανε οι Τούρκοι, πότε οι Έλληνες, πότε έτσι, πότε αλλιώς. Καταλήξαμε λοιπόν στο σημείο ότι το μόνο μέρος στο οποίο υπήρχε μια ρωγμή, το μέρος αυτό, η σπηλιά της Ανάγνου το οποίο είχε μια ρωγμή από ένα βάθρο που ήταν στο βορινό μέρος του Ερεχθείου μέχρι κάτω και από ένα σημείο και μετά είχε ένα ξεροπήγαδο εις το οποίο κατά τη μυθολογία ήταν το άνδρο, η φωλιά του Εριχθόνιου, ο οποίος ήταν ο ιερός όφις της Αθηνάς, ο φύλακας της Ακρόπολης, ήταν αυτός που φύλαγε τους ιερούς ναούς της Ακρόπολης, αυτό το φίδι που έχει στην ασπίδα της η θεά Αθηνά, και ο οποίος κατά τη μυθολογία οι ιέρειες των ναών του ρίχνανε μελόπιτες μια φορά το μήνα για να διατηρείται, να τρώει και να φυλάει τα ιερά.
Αυτό ήταν μια μεγάλη ρωγμή η οποία είχε ένα άνοιγμα όμως στη βορινή πλευρά προς τη μεριά των Αέρηδων, τη βορινή πλευρά. Το θέμα ήταν ότι από το βάθρο, από τη οπή που είχε στη βορινή πλευρά στο τείχος της Ακροπόλεως μέχρι επάνω οπυ ήταν το βάθρο στη βάση του Ερεχθείου, εάν μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι εκεί.
Είχαμε δει λοιπόν ότι εκεί είχαν κάνει ανασκαφές οι Γάλλοι αρχαιολόγοι. Πήγαμε λοιπόν και αρχίσαμε να κάνουμε κατόπτευση το απογευματάκι. Είχε ένα αλσύλιο, δεντράκια, από έξω ένα συρματόπλεγμα με μια πόρτα και επάνω ήταν ο τοίχος. Σε μια στιγμή είχαμε μια ξύλινη παλιά πόρτα σα σανίδες, η οποία ήταν κλεισμένη επάνω σε ένα μέρος του βράχου. Και καταλάβαμε ότι εκεί υπήρχε μια οπή.
Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε την ίδια μέρα, καθίσαμε εκεί, είχε ένα καφενεδάκι στον περίγυρο της Ακρόπολης, παρακάτω είναι και μια εκκλησία που λέγεται «η Σταύρωση του Χριστού», κάπως έτσι, και πήγαμε λοιπόν εκεί, καθίσαμε, πέρασε η ώρα, πηδήξαμε τα συρματοπλέγματα, ανεβήκαμε μέσα από τα δέντρα και φτάσαμε στην πόρτα αυτή.
Εκεί είδαμε ότι υπάρχει ένα λουκέτο σκουριασμένο το οποίο προσπαθήσαμε και του βγάλαμε τις στρόφιγγες, ανοίξαμε την πόρτα και είδαμε μια οπή. Δεν είχαμε όμως μαζί μας φανάρι για να δούμε, μέσα ήταν σκοτάδι, υπήρχαν και κάτι νυχτερίδες κτλ., την κλείσαμε πάλι την πόρτα, φύγαμε και πήγαμε την άλλη μέρα πάλι αργά το βράδυ. Δηλαδή η κυκλοφορία είχε απαγορευθεί από τις 11 μέχρι το πρωί στις 6.
Πήγαμε λοιπόν από τις 9, μπήκαμε, αυτή τη φορά είχαμε κι ένα μικρό φανάρι και ρίξαμε μέσα και είδαμε στη δεξιά μεριά, πράγματι υπήρχε ένα πλάτωμα με πέτρες και χώματα κι αυτά, και παραπέρα ήταν η οπή που ήταν το ξεροπήγαδο. Δεξιά όμως στο βράχο επάνω είχε μαδέρια, το οποίο ήταν το ένα έτσι, το άλλο έτσι και ανεβαίνανε προς τα πάνω. Αυτά τα μαδέρια είχαν μείνει από τις ανασκαφές τις οποίες είχαν κάνει οι Αρχαιολόγοι. Δεν ξέραμε όμως αν κρατάνε τα μαδέρια.
Έτσι λοιπόν ανεβήκαμε στα πρώτα μαδέρια να δούμε αν κρατάνε. Και είδαμε ότι κρατάνε το βάρος μας. Μετά φύγαμε, κλείσαμε πάλι την πόρτα και την Κυριακή, την επόμενη Κυριακή, μετά τρεις μέρες δηλαδή, ανεβήκαμε επάνω στην Ακρόπολη ως επισκέπτες, ότι πάμε να δούμε την Ακρόπολη. Πήγαμε λοιπόν, πήγαμε σιγά σιγά όταν δε μας παρακολουθούσε κανένας προς το Ερεχθείο, πήγαμε προς τα κάτω και είδαμε το βάθρο, τα σκαλιά που κατεβαίνουν και είδαμε την οπή πάλι.
Πήγαμε λοιπόν εκεί, κατεβήκαμε στα σκαλιά σιγά, σιγά και κοιτάξαμε και είδαμε ότι τα μαδέρια αυτά ήταν μισό μέτρα από το τελευταίο σκαλί. Και είδαμε ότι μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι εκεί. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε ότι από εκεί θα ανέβουμε. Το θέμα είναι ότι μπροστά από το στρογγυλό το μπελβεντέρε που επάνω στον μεγάλο αυτό ιστό υπήρχε η γερμανική πολεμική σημαία, για το κάτω υπήρχε μια σκοπιά ξύλινη η οποία έμπαινε ο σκοπός όταν έβρεχε ή είχε άσχημο καιρό.
Εν τω μεταξύ στα Προπύλαια κάτω, εκεί που βγάζουν τα εισιτήρια κτλ., εκεί ήταν ο στρατωνισμός της διμοιρίας που φύλαγε τη σημαία. Υπήρχε μια διμοιρία Γερμανών στρατιωτών.
Ολόκληρη διμοιρία φύλαγε τη σημαία.
Ολόκληρη διμοιρία βέβαια είχαν, γιατί είδαμε πολλούς, δεν ξέραμε πόσοι είναι. Μετά κατεβήκαμε και φύγαμε. Εν τω μεταξύ μέρες είχαν περάσει και στις 29 του μηνός το βράδυ αργά, βγάλανε ανακοίνωση οι Γερμανοί και την άλλη μέρα το πρωί βγήκαν και εφημερίδες, αλλά από το ραδιόφωνο έκαναν ανακοίνωση ότι η μάχη της Κρήτης έληξε με νίκη των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων της Βέρμαχτ κτλ. και έλεγαν διάφορα μέτρα, ότι έγιναν εγκλήματα κατά των Γερμανών, τα δικά τους κτλ.
Αμέσως ήρθε ο Μανόλης και μου χτύπησε την πόρτα, βγήκα έξω, μου λέει «Λάκη πρέπει να πάμε, πότε να πάμε;» Του λέω «να πάμε αύριο. Απόψε δε μπορούμε να πάμε, έχει περάσει η ώρα» ήταν 10 και κάτι η ώρα. Μου λέει «εντάξει». Αυτός του οποίου την κηδεία θα πάμε σήμερα στις 5 η ώρα, ήταν ο τρίτος άνθρωπος, ο Αντώνης ο Μοσχοβάκης, ο οποίος είχαμε σκοπό να του πούμε αν μπορεί να έρθει μαζί μας. Τελικά δεν έγινε αυτό το πράγμα και πήγαμε μόνοι μας την άλλη μέρα.
Να σας ρωτήσω: Ενώ ήσασταν μεγάλη παρέα και ενώ βρισκόσασταν κάθε απόγευμα στο Ζάππειο και σε αυτή την περιοχή, εσείς τα είπατε αυτά τα σχέδιά σας σε κάποιον άλλον; Πώς τηρήσατε δηλαδή αυτή τη συνωμοτικότητα που απαιτείτο;

Πρώτα, πρώτα αυτό ήταν ένα εγχείρημα επειδή εμείς ήμαστε γνώστες της συμβολικής σημασίας που θα είχε για το γερμανικό στρατό ο οποίος ήταν ένας στρατός περήφανος και υπερφίαλος ας πούμε και πολύ βάρβαρος, και ήταν και πολεμιστής, ότι η προσβολή αυτή στη σημαία τους ήταν μεγάλη προσβολή, γιατί όπως ξέρουμε η σημαία είναι το σύμβολο.
Στη μάχη όταν σκοτωθεί ο στρατιώτης που κρατάει τη σημαία όταν γίνεται επίθεση, αμέσως την παίρνει άλλος κτλ. και η σημαία πρέπει να είναι πάντα ψηλά. Επειδή ξέραμε ότι ήταν θανάσιμο αυτό, εάν λοιπόν τα καταφέρναμε ξέραμε ότι οι Γερμανοί αν μας πιάσουν καταρχήν θα μας σκοτώσουν. Και μάλιστα καλύτερα ήταν να σκοτωθούμε μόνοι μας γιατί θα μας βασανίζανε κιόλας.
Αλλά δε μπορούσαμε να εμπιστευθούμε σε κανέναν. Όμως για το ζήτημα του συνωμοτισμού που λες, αυτό το μεταξύ μας, αυτό είχε προϊστορία διότι όπως είπα προηγουμένως εμείς είχαμε βγάλει το 4ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών όπου υπήρχαν δυο συμμαθητές μας, ο ένας ήταν από την Αίγυπτο, ελληνικής καταγωγής που είχε έρθει για να βγάλει το Γυμνάσιο εδώ και να σπουδάσει Νομικά, και ο άλλος ήταν από τη Δωδεκάνησο, από τη Ρόδο και είχε έρθει εδώ, τον στείλανε οι γονείς του για να σπουδάσει Ελληνικά.
Αυτός λοιπόν μας διηγείτο την κατοχή των Ιταλών στη Δωδεκάνησο που οι Ιταλοί προσπαθούσαν να εξιταλίσουν τα ελληνόπουλα εκεί και απαγορεύανε, βάζανε ως κύρια γλώσσα την Ιταλική στα σχολεία κτλ. Επειδή λοιπόν το καθεστώς εδώ όπως σας είπα ήταν και κάνω μια παρέκβαση τώρα αντίγραφο του καθεστώτος του φασιστικού της Ιταλίας και είχε δημιουργήσει και νεολαία που χαιρέταγε κατά αυτό τον τρόπο, με το χέρι τεταμένο κτλ. αλά Ιταλία, εν τω μεταξύ οι πατεράδες μας εμάς ήταν άνθρωποι δημοκρατικοί διότι ήταν με το Βενιζέλο τότε κτλ., είχαμε δημιουργήσει μια κατάσταση, δηλαδή λέγαμε διάφορα, ένα είδος νεαρών δημοκρατικών ας πούμε ενάντια στο καθεστώς.
Ακόμη μας πιέζανε και με τις διάφορες συγκεντρώσεις τις οποίες κάνανε με τη νεολαία, μας υποχρέωναν να φοράμε μια μπλε στολή, να χαιρετάμε έτσι, να πηγαίνουμε στις παρελάσεις, πράγματα τα οποία εμείς δεν τα θέλαμε, οι νέοι άνθρωποι ας πούμε, και ήμαστε εναντίον αυτής της κατάστασης.
Υπήρχε λοιπόν ένα είδος τέτοιου συνωμοτισμού, δηλαδή είχε δημιουργηθεί η κατάσταση. Τώρα λοιπόν που βρισκόμαστε και στα δύσκολα, σε καταστάσεις πολεμικές πλέον και ξέραμε τι σημασία συμβολική θα είχε η προσβολή αυτή εναντίον των Γερμανών, γι αυτό προσπαθούσαμε. Τώρα το γιατί οι δυο μας; Γιατί έτσι, ταιριάζαμε με το Μανόλη, έχουμε την ίδια ιδιοσυγκρασία, ήμαστε λιγάκι διαφορετικοί σε άλλα πράγματα, αλλά στο ζήτημα του θάρρους ας το πούμε, της παλικαριάς, της ανδρειοσύνης κτλ. ήμαστε ίδιοι, δεν υπήρχε δηλαδή περίπτωση να λυγίσουμε με τίποτα.
Και αυτό ήταν αυθόρμητο, δεν το κάναμε διότι κάναμε τον παλικαρά. Μάλιστα εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι ότι όταν μάθανε μετά τον πόλεμο οι άλλοι συμμαθητές μας που ζούσαν ακόμη, γιατί ορισμένοι σκοτωθήκανε κι αυτοί στον πόλεμο, όταν μάθανε τα δυο παιδιά αυτά γιατί ήμαστε από τα πιο ήσυχα παιδιά της τάξης ήταν αυτά που έκαναν αυτό το κατόρθωμα, έμειναν έκπληκτοι.
Και εκτός από αυτό, εμείς κάναμε το κατόρθωμα και μετά πήγαμε στην Αντίσταση. Και μείνανε με το στόμα ανοιχτό, «μα αυτοί; Αυτοί δεν είναι ούτε καυγατζήδες ούτε τίποτα». Να φανταστείς δεν καπνίζαμε κιόλας, οι άλλοι καπνίζανε κιόλας κρυφά. Εμείς τότε δεν καπνίζαμε κιόλας.
Ήσασταν καλά παιδιά...
Ναι. Είχαμε λοιπόν μια προδιάθεση για αυτό. Αποφασίσαμε λοιπόν με το Μανόλη να πάμε την άλλη μέρα και πήγαμε. Πραγματικά μπήκαμε μέσα, ανεβήκαμε, βγήκαμε επάνω από το τελευταίο μαδέρι, κατορθώσαμε και φτάσαμε, ανεβήκαμε. Είχε ένα τέταρτο σελήνης και υπήρχε ησυχία, ηρεμία.
Το θέμα ήταν τώρα εάν ο σκοπός ήταν μέσα ή έξω από τη σκοπιά. Εν τω μεταξύ ακούγαμε χάχανα κτλ. από κάτω, γιορτάζανε για την Κρήτη, τη νίκη της Κρήτης. Επειδή ήταν σκοτάδι και νύχτα, αυτοί γλεντάγανε και ακουγόταν πολύ. Για να δούμε λοιπόν αν υπήρχε σκοπός μέσα χωριστήκαμε, ο ένας πήγε από τη μεριά του Παρθενώνα κι ο άλλος από την άλλη και πετάγαμε πέτρες, ούτως ώστε αν είναι μέσα στη σκοπιά να βγει να δει τι είναι.
Είδαμε λοιπόν ότι δεν υπάρχει σκοπός. Και τότε ανεβήκαμε επάνω από τα σκαλιά, λύσαμε το συρματόσκοινο και προσπαθήσαμε να την κατεβάσουμε. Αυτή η σημαία είχε τρία μεγάλα σύρματα τα οποία είχαν στρόφιγγες από έξω από το βράχο και κρατάγανε τη σημαία η οποία όταν είχε αέρα, ήταν μια τεράστια σημαία έτρεμε όλος ο ιστός.
Η σημαία λοιπόν κατέβαινε μέχρι το τελευταίο, εκεί στον κόμβο που ήταν τα τρία σύρματα, και από εκεί δεν κατέβαινε. Φτάναμε μέχρι εκεί, σκαρφαλώναμε, την πιάναμε, την τραβάγαμε, τίποτα. Ο μόνος τρόπος για να κατεβεί η σημαία ήταν να ανοίξουν τα τρία σύρματα, όπως είναι στο γαϊτανάκι. Ο μόνος τρόπος λοιπόν ήταν ή θα φεύγαμε και θα την αφήναμε έτσι, ή θα έπρεπε να βγάλουμε τα σύρματα. Και αποφασίσαμε να κάνουμε αυτό.
Πήγαμε λοιπόν και σιγά, σιγά, κατορθώσαμε και ξεμπλέξαμε τα σύρματα αλλά εν τω μεταξύ είχε περάσει μιάμιση ώρα και είχε περάσει η κυκλοφορία, είχε φτάσει 00.30 η ώρα και στο τέλος κατέβηκε η σημαία, την κόψαμε με ένα μαχαιράκι που είχα εγώ, κόψαμε από ένα κομμάτι από τον αγκυλωτό σταυρό, το βάλαμε στον κόρφο μας και τη μαζέψαμε κι έγινε ένας μπόγος τέτοιος, τον οποίο μπόγο όμως δε μπορούσαμε πλέον να τον πάρουμε μαζί μας που θα φεύγαμε, διότι πώς θα τον παίρναμε μαζί μας; Θα μας βλέπανε. Πού να τον πάμε;
Και σκεφτήκαμε ότι το μόνο μέρος που μπορούσαμε να το πάμε είναι κάτω στο ξεροπήγαδο να το ρίξουμε και μάλιστα κάναμε και καλαμπούρι για να το φυλάει ο Εριχθόνιος. Αφήσαμε εν τω μεταξύ, για να δείτε ότι ήμαστε πολύ ώριμοι για την ηλικία μας τότε, επειδή ξέραμε ότι οι Γερμανοί είναι μεθοδικός λαός και είναι άνθρωποι της λεπτομέρειας και μεθοδικοί, βάλαμε τα αποτυπώματά μας και ο ένας και ο άλλος επάνω στον ιστό της σημαίας.
Άσε που σκαρφαλώνοντας προηγουμένως οπωσδήποτε θα υπήρχαν τα αποτυπώματα. Αυτό όμως έσωσε τους φύλακες και τους αρχαιολόγους της Ακροπόλεως, τους οποίους τους συλλάβανε όλους την άλλη μέρα. Αλλά επειδή ήταν τέτοιοι ακριβώς, καλέσανε και τον έλληνα Εισαγγελέα των Πρωτοδικών τότε ο οποίος λεγόταν Μικρουλέας. Ο δε γιος του τώρα είναι και αυτός δικηγόρος και τον βρήκαμε μετά όταν κάναμε μια εκπομπή τότε με τον συχωρεμένο το Φρέντυ Γερμανό, ο Φρέντυ τον βρήκε το γιο του τότε Εισαγγελέα, ο οποίος μάλιστα προσπαθούσε να σαμποτάρει όσο μπορούσε.
Οι Γερμανοί όμως ανακριτές ήταν τυπικοί, είδαν ότι τα αποτυπώματα δεν ταιριάζανε και αφού τους κρατήσανε τους φύλακες και τους αρχαιολόγους, τους αφήσανε. Τους δικούς τους όμως τους τουφεκίσανε.

Φεύγουμε λοιπόν, κατεβαίνουμε, ρίχνουμε τη σημαία, ρίχνουμε από πάνω πέτρες και χώματα, ανοίγουμε την πόρτα και φεύγουμε. Και πάμε τώρα τοίχο, τοίχο, είναι η ώρα 1.30, τοίχο, τοίχο περνάμε από την Αδριανού κάτω, πάμε Μητροπόλεως, μόλις μπαίνουμε στην πλατεία που είναι η Μητρόπολη, εκεί αριστερά, ήταν ένα Ταμείο Δημόσιο και το φύλαγε ένας Αστυφύλακας.
Και ξαφνικά όπως περπατάγαμε τοίχο, τοίχο, στο φανάρι με το πιστόλι μας λέει «ψηλά τα χέρια, ποιοι είσαστε;» Αλλά ελληνικά. Είδαμε λοιπόν ότι είναι Έλληνας. Τον είδαμε μετά, ήρθε κοντά, είδαμε ότι είναι Αστυφύλακας. Εγώ ευτυχώς είχα την ταυτότητα της Νομικής στην τσέπη μου. Ο Μανόλης δεν είχε τίποτα. Βγάζω λοιπόν την ταυτότητα, «ποιοι είσαστε;» μας λέει. Του λέμε «είμαστε φοιτητές και είχαμε πάει σε ένα γλέντι και πέρασε η ώρα και τώρα επειδή οι δικοί μας ανησυχούν, πάμε..»
Λέει, «καλά, δεν ξέρετε ότι οι Γερμανοί, οι Γερμανοί θα σας σκοτώσουν. Στο δρόμο τέτοια ώρα; Πού είναι τα σπίτια σας;» «Εδώ κοντά είναι, παρακάτω». «Μπορείτε να πάτε; Προσέξτε καλά. Για να δω». Τους κάνω έτσι λοιπόν, δεν την πήρε την ταυτότητα, είδε όμως τη λέξη «Πανεπιστήμιο» και μου λέει «καλά, εντάξει, φύγετε και να προσέχετε άλλη φορά» κτλ.
Αυτός ο άνθρωπος μάθαμε εκ των υστέρων, τότε που κάναμε την εκπομπή με το Φρέντυ Γερμανό ο οποίος ήταν πολύ τρομερός δημοσιογράφος, ψάξανε να βρουν τι έγινε. Αυτός ήταν πατριώτης. Αυτός είχε πεθάνει εν τω μεταξύ και βρήκαν τη γυναίκα του στη Σαλαμίνα, η οποία είπε, και το είπαμε αυτό στην εκπομπή που κάναμε, είπε τα εξής: Ότι την άλλη μέρα αυτός, όταν οι Γερμανοί έβγαλαν την ανακοίνωση, η οποία ανακοίνωση την άλλη μέρα έγραφε τα εξής στο Γερμανό.

Μισό λεπτό, πείτε μου λίγο για αυτόν και μετά θα μου πείτε για τη γυναίκα του.


Αυτός είπε λοιπόν στη γυναίκα του ότι «αυτά τα παιδιά που σταμάτησα εχθές το βράδυ, πρέπει να έχουν κάτι να κάνουν με αυτό το ζήτημα των Γερμανών, της πολεμικής σημαίας. Αλλά δεν ξέρω με ποιους ήταν και τι ήταν κτλ., αλλά πάντως πρέπει να ήταν εκεί. Διότι ήταν ιδρωμένοι», εγώ φορούσε ένα άσπρο κουστούμι και ήταν λερωμένο κτλ. «Αυτοί έρχονταν από κει, αυτοί είχαν κάτι να κάνουν». Αλλά της λέει της γυναίκας του: «Πρόσεξε μη τυχόν και πεις κουβέντα σε κανέναν γιατί θα τους σκοτώσουν».
Αυτουνού του Αστυφύλακα του έχουν τη φωτογραφία στη Γενική Διεύθυνση της Αστυνομίας και τον έχουν ως ήρωα, διότι πραγματικά ήταν πατριώτης. Και το έγραψε και η «Αστυνομική Επιθεώρηση» μετά.

Θυμάστε το όνομά του;

Όχι, δεν το θυμάμαι αλλά άμα δείτε την εκπομπή το Φρέντυ Γερμανού θα το βρείτε εκεί. Φεύγουμε λοιπόν σιγά, σιγά, περνάμε από του Ψυρρή μέσα, κατεβαίνουμε και φτάνουμε, φτάνω πρώτα εγώ στο δικό μου και παρακάτω ήταν ο Μανόλης. Φτάνουμε λοιπόν, εγώ ανεβαίνω επάνω, ο πατέρας μου, ήταν όλοι όρθιοι και περίμεναν. Ο πατέρας μου, η μάνα μου, μητριά μου δηλαδή ήταν και η αδερφή μου η μεγάλη.
«Παιδί μου τι έγινε, πού ήσουνα;» Βγάζω λοιπόν κι μόλις το βλέπει ο πατέρας μου λέει: «Πω,πω συμφορά! Όχι μόνο θα μας σκοτώσουν οι Γερμανοί, θα μας εξανδραποδίσουν. Τη σημαία τους;
Εν τω μεταξύ ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος είχε πολεμήσει στους Βαλκανικούς πολέμους, είχε πολεμήσει στη Μικρά Ασία, είχε τραύματα, ήταν έφεδρος Αξιωματικός και μόλις του είπα «σημαία», «θα μας κάψουν όλους, όλοι, μέχρι τρίτη γενεά» μου λέει. «Τη σημαία τη γερμανική;»
Περιμέναμε λοιπόν την άλλη μέρα το πρωί. Εν τω μεταξύ όλος ο κόσμος την άλλη μέρα το πρωί είχε βγει στις ταράτσες και κοίταζε επάνω. Ήταν μόνο η ελληνική σημαία, ο ιστός ήταν σκέτος χωρίς τη σημαία τη γερμανική και ο κόσμος εν τω μεταξύ είχε αρχίσει και διαδίδετο ότι φεύγουν οι Γερμανοί, θα κάνουν απόβαση οι Εγγλέζοι, έγινε αυτό, εκείνο, το άλλο, φεύγουν οι Γερμανοί κτλ. Ο κόσμος στα παράθυρα, γινόταν της κακομοίρας, στα καφενεία.
Κατά τις 12 η ώρα λοιπόν, αρχίζει το ραδιόφωνο πρώτα. Ανακοίνωση από το ραδιόφωνο και αμέσως βγήκε έκτακτη έκδοση οι εφημερίδες.
Αφού είχατε κάνει αυτό που είχατε συμφωνήσει με το Μανόλη το Γλέζο και είχατε πάρει το κομματάκι του ο καθένας, είχατε κατέβει, τι λέγατε ο ένας στον άλλον; Δηλαδή τι συναίσθημα είχατε, τι συζητούσατε εκεί, αν συζητούσατε κάτι. Δηλαδή αν όπως πηγαίνατε προς τα σπίτια σας λέγατε κάτι, πιο ήταν τη συναίσθημά σας;
Λέγαμε τι θα γίνει την άλλη μέρα. Δεν ξέραμε. Λέγαμε διάφορα ας πούμε.
Τα είχατε καταφέρει θέλω να πω.
Ναι, καλά, ήμαστε ικανοποιημένοι, ψύχραιμοι. Και μάλιστα για να σου δείξω πόσο ψύχραιμοι είμαστε, επειδή τότε είχε τραμ, πρώτα, πρώτα προσπαθούσαμε να καλύψουμε τα ίχνη μας, που φύγαμε από εκεί. Αλλά δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε στους δρόμους.
Αλλά τι σκεφτήκαμε: Ότι αν τυχόν έχουν σκυλιά, επειδή βλέπαμε και τα κινηματογραφικά έργα τι είναι το μυαλό του ανθρώπου σκεφτήκαμε επειδή αν είχαν σκυλιά και με τη μυρωδιά μας ακολουθούσαν, αρχίσαμε και περπατάγαμε ο ένας στη μία και ο άλλος στην άλλη στις γραμμές του τρένου, ούτως ώστε την άλλη μέρα το πρωί που θα ξεκινούσαν τα τραμ, να καλύψουν τη μυρωδιά κτλ. Μέχρι εκεί είχαμε φτάσει. Και τελικά φτάσαμε στα σπίτια μας βέβαια.
Μια ερώτηση: Εργαλεία είχατε πάνω;
Είχα εγώ ένα μαχαιράκι, αυτό με το οποίο κόψαμε τη σημαία και ένα μικρό κλεφτοφάναρο που το είχαμε μια μικρή σχισμή, είχα βάλει λευκοπλάστη δεξιά κι αριστερά και είχα μια μικρή σχισμή για να βλέπουμε την ώρα που ανεβαίναμε από τα μαδέρια επάνω και την ώρα που κατεβαίνανε. Γιατί κάτω ήταν 34 μέτρα περίπου όπως είδαμε εκ των υστέρων από πάνω μέχρι κάτω. 34 μέτρα βράχια που αν πέφταμε δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσουμε.
Αλλά θέλω να πω, ούτε ένα κατσαβίδι;
Τίποτα. Ένα μαχαιράκι μόνο που κόψαμε τα σύρματα. Τίποτε άλλο.
Και με τα χέρια σας λύσατε;
Και με τα χέρια, γιατί ήταν ματωμένα τα χέρια μας όταν λύσαμε τις στρόφιγγες οι οποίες ήταν σκουριασμένες. Αλλά ευτυχώς ήταν πρόσφατες, επειδή είχαν βάλει τα σύρματα οι Γερμανοί. Γι αυτό τα λύσαμε, αλλιώς δε θα μπορούσαμε.
Την επόμενη μέρα λοιπόν, θέλω να μου πείτε για την ανακοίνωση των Γερμανών.

Οι Γερμανοί λοιπόν έβγαλαν μια ανακοίνωση που έλεγε το εξής: «Τη νύχτα της 30ης προς την 31η Μαΐου, άγνωστοι δράστες υπεξαίρεσαν τη γερμανική πολεμική σημαία από το βράχο της Ακροπόλεως. Οι δράστες θα τιμωρηθώσι δια της ποινής του θανάτου. Οι γνωρίζοντες ποιοι είναι οι δράστες και δεν το καταγγέλλουν στα στρατεύματα κατοχής, θα τιμωρηθώσι επίσης δια της ποινής του θανάτου. Απολύονται όλοι οι Διοικηταί Τμημάτων από τα Τμήματα που είναι στον περίβολο σε απόσταση.... περιορίζεται η κυκλοφορία αμέσως από τις 8 η ώρα» , 8, 9, δε θυμάμαι ακριβώς «μέχρι το πρωί.
Όποιος συναντάται στο δρόμο θα τουφεκίζεται. Θέλουμε να προειδοποιήσουμε τον ελληνικό λαό ότι τα γερμανικά στρατεύματα είναι φιλικώς διακείμενα προς τον ελληνικό πληθυσμό, αλλά εάν τυχόν εθνικές πράξεις εναντίον των στρατευμάτων λάβουν χώρα, θα ληφθούν αυστηρότατα μέτρα».
Από κάτω, «Φον Στούμε», ο στρατηγός. Και μετά πλακώσανε..Πρώτα, πρώτα ήρθε εδώ για να δει την Ακρόπολη κτλ και μάλιστα τον έχει και φωτογραφία στο βιβλίο του ο Βρετανός αυτός που έγραψε το «Η Αθήνα της κατοχής», ο Καθηγητής ο νεαρός τον οποίο γνώρισα μάλιστα, με είχε καλέσει ο Βασίλης Βασιλικός την ημέρα που βγάλανε το βιβλίο, είχε έρθει κι αυτός, ο Φον Μπράουχιτς, ο στρατάρχης.
Μετά έστειλε ο Χίτλερ τον Χίμλερ, τον Υπαρχηγό του, Αρχηγό των ΕΣ ΕΣ μαζί με τρεις επιτελείς, τον οποίο τον έχω και φωτογραφία, τον έστειλε στη Ακρόπολη να κάνει ανακρίσεις και υπάρχει μια φωτογραφία που κοιτάει ακριβώς το βάθρο από το οποίο βγήκαμε εμείς. Τον έχει πάρει ο πολεμικός ανταποκριτής από κάτω μαζί με δυο δικούς το. Αυτά είπαν οι Γερμανοί, αυτή ήταν η ιστορία.
Την επόμενη μέρα υπήρχε αυτό το ράδιο αρβύλα ότι φεύγουν οι Γερμανοί, έρχονται οι Άγγλοι;

Ναι, εμείς δε μπορούσαμε να πούμε τίποτα.
Ο πατέρας σας;
Ο πατέρας μου το πρώτο πράγμα που έκανε, έκαψε το κομμάτι της σημαίας, τουλάχιστον να μην το βρουν. Το ίδιο έκανε και η μάνα του Μανόλη. Σε αυτό καλά κάνανε βέβαια, γιατί θα το βρίσκανε αυτοί. Επειδή μετά μας πιάσανε σε μια άλλη επιχείρηση, αλλά όχι οι Γερμανοί, η Γκεστάπο, το Ναυτικό κάτω, είχαμε πάει σε ένα πλοίο μέσα να μπούμε και μας πιάσανε οι Γερμανοί, βάζανε τις λόγχες και στα πατώματα.
Οπότε γίνεται αυτό που ήταν πραγματικά πλήγμα στον εγωισμό των Γερμανών, και εσείς κ. Σάντα τι κάνετε; Πού κινείστε εσείς προσωπικά;
Εκείνη την εποχή κρυβόμαστε. Εν τω μεταξύ βέβαια είχε αρχίσει, φέρνανε αιχμαλώτους, πήγαινε ο κόσμος, τους πέταγε τσιγάρα κτλ., οι Γερμανοί φωνάζανε, κάνανε, μας κυνηγούσαν κτλ. Προσπαθήσαμε να φύγουμε για τη Μέση Ανατολή, δε γινόταν, τη διώρυγα της Κορίνθου την είχαν γκρεμίσει, βομβαρδίσει, το λιμάνι του Πειραιά το είχαν βομβαρδίσει, την Πάτρα την είχαν καταστρέψει κτλ., γινόντουσαν βομβαρδισμοί στην Καλαμάτα, σε όλες τι ακτές, όπου υπήρχε πλοίο το βυθίζανε κτλ. για να μη φύγει στρατός και πάει προς τα κάτω, γιατί είχαν σκοπό να επιτεθούν στην Κρήτη, γενικά για να μην πάει στρατός στη Μέση Ανατολή.
Περνάει λοιπόν ο καιρός και το Σεπτέμβριο γίνεται το ΕΑΜ. Εν τω μεταξύ αρχίζουν τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο, αρχίζουμε και πηγαίνουμε στο Πανεπιστήμιο, στη λέσχη των φοιτητών του Πανεπιστημίου της Νομικής αρχίζω και έρχομαι σε επαφή μαζί με άλλους φοιτητές, εντάσσομαι στο ΕΑΜ των φοιτητών και από κει και πέρα αρχίζω και μπαίνω πλέον στην Αντίσταση.
Γίνομαι δυναμικό μέλος και παίρνω εντολή να διοριστώ ημερομίσθιος και με προσωπικές γνωριμίες που είχε ο πατέρας μου στο Υπουργείο Γεωργίας και να υπεισέλθω στη δημοσιοϋπαλληλική, ως φράξια. Και μπαίνω εκεί κτλ. και προχωρώ στην Αντίσταση και τα γράφω αυτά, αν θέλετε να σας τα διαβάσω.

Όχι, θα ήθελα να μου τα πείτε με τα δικά σας λόγια.

Αρχίζει πλέον η δράση η αντιστασιακή. Ο Μανόλης από την άλλη πλευρά μπαίνει στην ΕΠΟΝ και δημιουργεί δική του σταδιοδρομία. Η δική μου δραστηριότητα υπάρχει στον παράνομο Τύπο, στην δημιουργία προκηρύξεων στον πολύγραφο, παράνομου Τύπου (εφημερίδα) στις διάφορες γειτονιές, δελτία τύπου από τις ραδιοφωνικές εκπομπές ιδιαίτερα του στρατηγείου της Μέσης Ανατολής και του BBC το οποίο ήταν το κέντρο τότε, ακόμη η Ρωσία δεν είχε μπει στον πόλεμο και ήταν το κέντρο των συμμαχικών δυνάμεων που ήταν εναντίον των Γερμανών κτλ. και έτσι μαθαίναμε το τι γίνεται στα διάφορα μέτωπα.
Επίσης, στις διάφορες εκδηλώσεις εναντίον των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής για διάφορα θέματα. Πρώτον, σε εθνικές γιορτές: 28η Οκτωβρίου, 25 Μαρτίου και επίσης όταν οι Γερμανοί έκαναν διάφορες ανακοινώσεις που ζητούσαν ειδικότητες για να πάρουν τεχνίτες και γενικά εθελοντές για τα εργοστάσιά τους τα πολεμικά στη Γερμανία να δουλέψουν.
Γίνεται μια μεγάλη εξέγερση του ελληνικού λαού και κατορθώνουμε να φτάσουμε με τη βοήθεια και υπαλλήλων οι οποίοι ήταν οργανωμένοι στην ΕΑΜική Αντίσταση και σε άλλες Οργανώσεις εν πάση περιπτώσει και κατορθώνουμε να κάψουμε τα αρχεία που υπήρχαν στο Υπουργείο Εργασίας με τις ειδικότητες των τεχνιτών κτλ., μηχανικών κτλ., για να μη μπορέσουν οι Γερμανοί να επιστρατεύσουν.
Επίσης στις 22 Ιουλίου του 1943 που οι Γερμανοί επιτρέψανε στους Βουλγάρους που ήταν σύμμαχοί τους τότε να κατέβουν και να καταλάβουν τη Μακεδονία, γίνεται η μεγαλύτερη διαδήλωση που είχε γίνει ποτέ στην Αθήνα όπου συνέβησαν πάρα πολλά ηρωικά πράγματα.
Ένα από αυτά ήταν ότι χτυπήθηκε ένας φοιτητής μπροστά στο Οφθαλμιατρείο απέναντι από την Τράπεζα Ελλάδος και τότε μια κοπέλα, η Παναγιώτα Σταθοπούλου, επειδή ένα τανκ πήγαινε επάνω για να πατήσει τον φοιτητή αυτόν ο οποίος ήταν τραυματισμένος και ήταν επάνω στην άσφαλτο, πήγε και στάθηκε μπροστά στο τανκ πιστεύοντας ότι το τανκ θα σταματήσει. Το τανκ όμως προχώρησε, ο Γερμανός εν τω μεταξύ ο πολυβολητής από πάνω της έριξε, τη χτύπησε, έπεσε κάτω και πέρασε από πάνω της.
Μια άλλη κοπέλα, η Κούλα Λίλη, η οποία ήταν κι αυτή 19 χρονών φοιτήτρια, όταν είδε αυτό το τραγικό πράγμα, όρμησε αυθόρμητα και ανέβηκε πάνω στο τανκ, έβγαλε το τσόκαρό της και πήγε να χτυπήσει τον Γερμανό πολυβολητή ο οποίος της έριξε με το αυτόματο και την έριξε κάτω και τη σκότωσε. Ζήσαμε τέτοιες στιγμές ηρωικές. Στις 25 Μαρτίου κάναμε τη μεγαλύτερη διαδήλωση κτλ.
Πώς να στα πω; Κάθε μέρα περνούσαμε μεγάλους κινδύνους κτλ. Οπότε φτάνουμε στο σημείο που οι Ιταλοί στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943 κάνουν ανακωχή με τους συμμάχους και δίνουν εντολή στα στρατεύματά τους στις διάφορες κτήσεις, να παραδοθούν.
Εμείς αμέσως βρίσκουμε την ευκαιρία να πάρουμε τον οπλισμό των Ιταλών για να τον δώσουμε. Εμείς, η αντίσταση η δική μας ήταν η μεγαλύτερη αντίσταση στην κατεχόμενη Ευρώπη από τα γερμανικά στρατεύματα διότι η ελληνική αντίσταση είχε αντίσταση και στις πόλεις, στους πολίτες οι οποίοι έκαναν διαδηλώσεις, διαβάζανε τον παράνομο Τύπο, μαθαίνανε τα νέα και προσπαθούσαν να βοηθήσει ο ένας τον άλλον.
Αλλά είχαμε και στρατιωτική αντίσταση, επάνω στα βουνά, στα ορεινά μέρη. Υπήρχε ελεύθερη Ελλάδα όπου υπήρχε αντάρτικο. Ενώ οι άλλες χώρες είχαν μια μικρή αντίσταση. Η δε Γιουγκοσλαβία είχε μόνο στρατιωτική αντίσταση στο βουνό. Στις πόλεις δεν υπήρχε πουθενά αντίσταση. Αυτή ήταν η διαφορά της ελληνικής αντίστασης η οποία βέβαια κατεπνίγη μετά.
Το Σεπτέμβριο λοιπόν παίρναμε τα όπλα από τους Ιταλούς, τους δίναμε ρούχα πολιτικά να κρυφτούν διότι οι Γερμανοί θέλανε να τους πιάσουν όσους δε θέλανε να πολεμήσουν να τους βάλουν σε στρατόπεδα, αυτούς δε τους φασίστες που ήθελαν, τους μελανοχίτωνες που ήταν φανατικοί και ήθελα να πολεμήσουν μαζί με τους Γερμανούς, αυτούς τους βάζανε στα Τμήματά τους.
Έτσι λοιπόν, εμείς αφού παίρναμε τα όπλα, προσπαθούσαμε να τα κρύψουμε και μετά τα στέλναμε με διάφορους τρόπους στους αντάρτες. Και ορισμένα κρύβαμε για μέσα εδώ, μέσα στην πόλη. Εγώ εκτέθηκα πολύ σε αυτό τον τομέα και σε μια στιγμή ο άνθρωπος, ο σύνδεσμός μου με το αρχηγείο, δυστυχώς κάποιος τον πρόδωσε, τον πιάσανε, τον σκοτώσανε και τον βασανίσανε, αλλά τον είδα εγώ την τελευταία στιγμή και κατόρθωσα έτσι και σώθηκα.
Όμως βασανίζοντάς τον αυτόν, φαίνεται ότι μάθανε το όνομά μου και αρχίσανε να με ζητάνε στα στέκια που πήγαινα εγώ. Και εκεί πια αναγκάστηκα να ζητήσω να πάω στον Τάτση. Και μου δώσανε το σύνδεσμό μου, η κεντρική Επιτροπή και ανέβηκα επάνω στον Τάτση.

Ποιος ήταν ο σύνδεσμός σας;

Ο σύνδεσμός μου ένας Κώστας ήταν, δεν ήξερα το όνομά του, τότε δεν ξέραμε ονόματα και στο Αντάρτικο κτλ. βάζαμε όλοι ψευδώνυμα.
Εσείς ποιο ψευδώνυμο είχατε;
’Αλκης. Έχω εδώ μια φωτογραφία από το Αντάρτικο.
Θέλω να μας περιγράψετε πριν από αυτό για το δημοσιοϋπαλληλικό Κίνημα. Από ό,τι ξέρω είχαν γίνει τεράστιες απεργίες.

Είχαμε κάνει τη μεγαλύτερη πανυπαλληλική απεργία, όχι στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, την κατεχόμενη Ευρώπη. Σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη, πουθενά δεν είχε γίνει πανελλαδική απεργία.
Τι διεκδικούσατε θέλω να μου πείτε, λίγο από το πλαίσιο της απεργίας. Τι διεκδικούσατε;
Διεκδικούσαμε συσσίτια, είχαν πάρει τα τρόφιμα, πείναγε ο κόσμος, είχαμε διάφορα αιτήματα της εποχής εκείνης, δε θυμάμαι τώρα.
Αλλά το βασικό ήταν τα συσσίτια.
Τα συσσίτια, βέβαια.
Ο λοιμός ας πούμε του 1941;
Ο λοιμός του 1941 λες και το είχε κάνει επίτηδες η φύση, εκείνος ο χειμώνας ήταν ο χειρότερος χειμώνας εδώ και εκατό χρόνια. Να φανταστείτε ότι στην Αθήνα είχε ρίξει δυο πιθαμές χιόνι. Και αυτοί λεηλατήσανε τα πάντα. Βρήκαν δε τις αποθήκες οι άλλοι, το καθεστώς αυτό των γραικύλων είχε κατορθώσει και φύλαγε τις αποθήκες ανέπαφες, παρά μόνο όταν ο κόσμος δυναμικά έμπαινε μέσα και έσπασε κι έπαιρνε, όλες τις άλλες αποθήκες, και του στρατού και των Εγγλέζων και όλων αυτών που είχαν φέρει εδώ πέρα, τις είχαν κρατήσει ανέπαφες και τις παραλάβανε οι Γερμανοί.
Όπως επίσης κρατήσανε μέσα όλους τους φυλακισμένους και δεν εννοώ μόνο τους ποινικούς, αλλά και τους ποινικούς. Και τους πολιτικούς κρατουμένους, τους κομμουνιστές και όλους αυτούς, κυρίως τους κομμουνιστές δηλαδή που είχαν, και τους εξορίστους, τους κρατήσανε όλους εκεί μέχρι την τελευταία στιγμή για να τους παραδώσουν στους Γερμανούς, τα παλιοτόμαρα αυτά, οι προδότες αυτοί, οι εχθροί γραικύλοι να πούμε, τα καθάρματα αυτά, τα οποία μετά, δυστυχώς κυβερνήσανε και τη χώρα.
Εσείς μέχρι πότε μένετε στο βουνό; Πότε κατεβαίνετε δηλαδή από το βουνό;

Συνέχεια μένω στο βουνό, μέχρι το 1944. Εν τω μεταξύ το 1944 το καλοκαίρι οι Γερμανοί, επειδή ξέρουν, έχουν πάρει εντολές ότι πρόκειται να αποχωρήσουν από την Ελλάδα διότι εν τω μεταξύ έχουν γίνει αποβάσεις στην Ιταλία, γίνονται μάχες και όλα αυτά, ξέρουν ότι οι Ρώσοι νικάνε, κατεβαίνουν προς τα κάτω κτλ, αλλά εν τω μεταξύ ξέρουν οι Γερμανοί από τις αρχές του καλοκαιριού ότι πρόκειται να υποχωρήσουν, επειδή όμως εδώ ήταν αναγκασμένοι να κρατάνε 10 με 11 μεραρχίες μάχιμου στρατού και φέρνανε και όλους τους τραυματισμένους από το αναπηρικό μέτωπο εδώ για να ξεκουραστούν και να ξαναφύγουν όσοι ήταν σε θέση να ξαναφύγουν, φοβούνταν ότι ο δρόμος αποχώρησής τους θα καταστραφεί από τις ανταρτικές δυνάμεις.
Αποφάσισαν λοιπόν να κάνουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις καθόλη τη διάρκεια του δρόμου υποχώρησης στα γύρω χωριά, ούτως ώστε να μην κινδυνεύουν οι εφοδιοπομπές τους οι οποίες θα προχωρούσαν να φτάσουν για να φύγουν.
Αρχίσανε λοιπόν όλα τα χωριά που ήταν δεξιά και αριστερά από τον κύριο δρόμο και τη σιδηροδρομική γραμμή, να ναρκοθετούνται αφού καταστρέψουν όλα τα χωριά. Και άρχισαν να καίνε τα χωριά. Και εκεί επάνω άρχισαν συνεχείς μάχες. Κάθε μέρα και κάθε νύχτα γίνονταν μάχες με τμήματα γερμανικού στρατού, τα οποία μπαίνανε στα χωριά και σκοτώνανε όποιους μένανε και καίγανε τα χωριά. Ακόμη δε σκοτώνανε και τα ζώα. Δηλαδή άφηναν νεκρή φύση.
Ορισμένοι γέροι δε οι οποίοι δεν πίστευαν ότι οι Γερμανοί θα σκοτώσουν γέρους ανθρώπους με κάτασπρα μαλλιά και ορισμένοι ιερωμένοι οι οποίοι έμεναν με τους γέρους γιατί πίστευαν ότι οι Γερμανοί θα σεβαστούν το ιερατικό ένδυμα, βρίσκαμε παπάδες ξεκοιλιασμένους κτλ.
Αυτή η δουλειά γινόταν συνέχεια, εκεί που ήμουν εγώ, μέχρι δηλαδή τη Λαμία και πάνω από τη Λαμία, εκεί στα περίχωρα, μέχρι εκεί έφτασα και σε συνεχείς μάχες. Τελικά έρχεται η 12 του Οκτώβρη και αρχίζουν να υποχωρούν οι Γερμανοί και φεύγουν με μεγάλες εφοδιοπομπές.
Φεύγουν λοιπόν, προχωράνε, τους χτυπάμε εμείς όπου μπορούμε κτλ., οι Ρώσοι δεν έχουν φτάσει ακόμη στα σύνορα τα δικά μας, ούτε στη Βουλγαρία ούτε στη Γιουγκοσλαβία. Αλλά αυτοί προχωρούν και υποχωρούν προς τα πάνω. Και εμείς κατεβαίνουμε προς τα κάτω.
Οι τελευταίοι Γερμανοί, η τελευταία μάχη η δική μας, τα τμήματα στα οποία ήμουν εγώ έγινε στα Βίλλια και μετά από κει φτάσαμε στη Θήβα. Και εκεί στη Θήβα μας δίνουν διαταγή να παραμείνουμε εκεί. Και από κει αρχίζει πλέον, έχει φτάσει Νοέμβριος μήνας και είναι οι παραμονές του Δεκέμβρη.
Και το Δεκέμβρη γίνεται η μάχη της Αθήνας που παίρνουν μέρος τα δικά μας τα τμήματα, δηλαδή και εγώ, και μετά γίνεται η ανακωχή και υπογράφουν τη συμφωνία οι δικοί μας αρχηγοί, τη συμφωνία, το κατάπτυστο αυτό έγγραφο το οποίο είναι ντροπή, που υπογράψανε δικοί μας αρχηγοί του ελληνικού λαού ανταρκτικού στρατού, του ΕΛΑΣ.
Υπογράψανε αυτή την ανακωχή στη Βάρκιζα και παραδώσανε τα όπλα, τα οποία ή δεν έπρεπε να δεχθούν τη συμφωνία που έκαναν στην Καζέρτα κτλ., ή έπρεπε αφού την έκαναν, να αποφύγουμε και αυτή τη μάχη την οποία αφού τη δώσαμε έπρεπε να την κερδίσουμε διότι είναι αστείο πράγμα να μας κερδίσουν δυο τρεις ταξιαρχίες σκλάβων Ινδών και χαφιέδων ελλήνων και Ταγματασφαλιτών προδοτών 100.000 στρατό αντάρτικο του ΕΛΑΣ, του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού κτλ.

Ή έπρεπε λοιπόν αφού τη δώσαμε να την κερδίσουμε και να τους πετάξουμε στη θάλασσα όλους και να κανονίσουμε τα της πατρίδας μας, ή έπρεπε αφού έκαναν συμφωνίες, κακώς, έπρεπε να τηρήσουν τις συμφωνίες. Και δεν έπρεπε να κάνουν και αποχή από τις εκλογές, διότι με την αποχή από τις εκλογές δώσανε αρχεία στους προδότες οι οποίοι μετά διευθύνανε τη χώρα.
Γιατί δώσανε αρχεία; Διότι εμείς όταν μπήκαμε στην Αθήνα με τη μάχη του Δεκεμβρίου που η πρώτη δουλειά που κάναμε ήταν ότι επιτεθήκαμε στην ειδική ασφάλεια που είχε ο Μανιαδάκης που έπιανε τους κομμουνιστές και τους έβαζε και πίνανε ρετσινόλαδο και τους έστελνε εξορία και είχε κάνει αρχεία σε όλους τους Αριστερούς της εποχής εκείνης, τους συνδικαλιστές, τους ανθρώπους που δούλευαν εκεί, αγωνίζονταν για τα εργατικά δικαιώματα των εργαζόμενων κτλ.
Εκεί δώσανε μάχη αυτοί. Είχαν κλειστεί μέσα κι επειδή ξέρανε ότι εμείς οπωσδήποτε θα τα κάψουμε αυτά και θα τους σκοτώσουμε, πολεμήσανε μέχρις ενός. Και στο τέλος σκοτωθήκανε και δικά μας παιδιά βέβαια. Αλλά τα κάψαμε όμως τα πάντα. Ελευθερώσαμε όλους του κρατούμενους και από τις φυλακές Αβέρωφ κτλ. και κάψαμε και την άλλη την Ασφάλεια που είχαν αυτοί και δεν είχαν αρχεία, τίποτε από Αριστερούς, Κομμουνιστές και τέτοια. Ούτε αρχεία από τα γερμανικά που είχαν αφήσει οι Γερμανοί γκεσταπίτες και οι Μπουραντάδες και όλοι αυτοί οι χαφιέδες που είχαν μαζέψει οι Γερμανοί κοντά τους.
Με την αποχή από τις εκλογές τους δώσαμε το οκέι, γιατί πήραν τους εκλογικούς καταλόγους «ψήφισε; Μπλε. Δεν ψήφισε; Κόκκινο. Τελείωσε. Και δεν πιάσανε μόνο εμάς, δηλαδή τους πρώην ΕΛΑΣίτες, τους πρώην ΕΑΜίτες, τους πρώην ΕΠΟΝίτες και αυτούς ακόμη που δεν ήταν στο αντάρτικο και ήταν μέσα στην Αθήνα, αλλά πιάσανε και τους συμπαθούντες ανθρώπους διαφόρους λαϊκούς και επιστήμονες οι οποίοι ήταν εναντίον της κλίκας αυτής που πήραν τον χρυσό και σηκώθηκαν και φύγανε και τον υπόλοιπο χρυσό τον πήραν οι Γερμανοί.

Αντί να καθίσουν να πολεμήσουν εδώ με τον κόσμο και να υποφέρουν όλη αυτή τη δυστυχία την ανείπωτη και τρομερή, τον πόνο, τις πείνες και τους θανάτους και όλα αυτά τα στοιχεία, σηκωθήκανε και φύγανε και πήγαν στην Αίγυπτο. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν συμπαθούντες με το Κίνημα του λαού και ακολούθησαν το λαό στον αγώνα που έδινε εναντίον όλης αυτής της βασιλικής συμμορίας.
Το αποτέλεσμα είναι ότι βρέθηκαν κι αυτοί εξορία στην Ικαρία. Κι έβλεπες έναν γιατρό, δικηγόρο, του Βενιζέλου ας πούμε, και ήταν στον Άγιο Κήρυκο στην Ικαρία.
Δε μου είπατε τίποτα για τη ζωή σας στο βουνό, δηλαδή στο Αντάρτικο.
Θα σας πω τώρα μια αστεία υπόθεση, αστεία αλλά τρομερά αστεία: Ο σύνδεσμος, είχαμε ραντεβού στο Πεδίο του ’ρεως από κάτω, εκεί στο άγαλμα. Πήγα λοιπόν εκεί, περίμενα, είδα κάποιον απέναντι ο οποίος μου έκανε νόημα, προχώρησα και με παίρνει αυτός, με πάει σε ένα μέρος εκεί παρακάτω, προχωράμε και στο τέλος φτάνουμε στην άκρη της πόλης.
Με βάζει σε μια σούστα, δηλαδή ένα σαν κάρο αλλά με σούστες, και με καθίζει δίπλα του και προχωράμε με το άλογο για να πάρουμε το δρόμο για τη Χασιά. Και με πάει επάνω στη Χασιά. Εν τω μεταξύ περνάμε τρία μπλόκα των Γερμανών οι οποίοι τον ξέρανε αυτόν. Και περνάγαμε.
Εγώ εν τω μεταξύ ντυμένος εκεί, είχα μόνο ένα τσαντάκι μαζί μου και δεν είχα βέβαια και τίποτε επάνω μου, ούτε όνομα, ούτε ταυτότητα ούτε τίποτα. Και προχωράμε λοιπόν και φτάνουμε επάνω στη Χασιά. Μόλις φτάνουμε στη Χασιά, ανοίγει αυτός κάτι να πάρει εκεί που καθόμουν στο κάθισμα και βλέπω μέσα ένα αυτόματο. Του λέω «τι είναι αυτό;» Μου λέει «είναι το αυτόματό μου». Αυτός βέβαια τον ξέρανε γιατί πήγαινε κι ερχόταν κτλ, τον είχαν συνηθίσει γιατί πήγαινε, έφερνε πράγματα κτλ. Αυτός ήταν ο σύνδεσμος με τον οποίο ερχόμαστε σε επαφή εδώ.
Υπήρχαν κι άλλοι βέβαια, αλλά αυτός ήταν ένας από αυτούς. Μου δείχνει λοιπόν έναν άλλον από κει, του εφεδρικού ΕΛΑΣ και με πάει σε ένα σημείο που άρχιζε το δάσος, όπου θα με έπαιρνε ο αντάρτης να με πάει στον Ορέστη, τον καπετάν Ορέστη τότε.
Και βλέπω έναν αντάρτη με γένια και βυζεκλίκια κτλ., ο οποίος ζει και είναι εδώ στην Αθήνα, και πρόκειται να τον δω κιόλας αυτό τον καιρό, έλειπε και τώρα ήρθε εδώ, ήρθε στη Θεσσαλονίκη. Αυτός είναι Χημικός, σπούδασε μετά Χημικός. Αυτός λοιπόν λέγεται Κώστας Ψαθάκης, δε θυμάμαι τώρα το ψευδώνυμό του.
Και τον βλέπω αυτόν και με παίρνει αυτός, πήγαμε σιγά σιγά μετά, κατέβηκε από το άλογο και με πήγε εκεί παραπέρα και είδα τον Ορέστη κτλ. Αυτός λοιπόν ο Ξανθάκης, σε μια μεγάλη μάχη που δώσαμε μετά το καλοκαίρι τον άλλο χρόνο του 1944, τον Αύγουστο, δίπλα στο Λιδορίκι σε ένα μέρος που λέγεται Καρούτες, σε ένα οροπέδιο του Παρνασσού, σε ένα χωριό που λέγεται Καρούτες.
Είναι το χωριό που πέσανε οι πρώτο αλεξιπτωτιστές τότε που είχαν έρθει να τινάξουν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου. Εκεί λοιπόν ερχόταν ένα ανεξάρτητο σύνταγμα των Γερμανών για να κάνει εκκαθάριση. Ήταν τότε που είχαν αρχίσει να κάνουν τις εκκαθαρίσεις για να προχωρήσουν να φύγουν.

Αυτοί λοιπόν δεν ήξεραν ότι οι βοσκοί που είχαν τα μαντριά στα διάφορα μέρη ήταν η δική μας υπηρεσία πληροφοριών. Αμέσως οι βοσκοί μας ειδοποίησαν. Κι εμείς μαζευτήκαμε γύρω γύρω μέσα στο δάσος, κρυφτήκαμε και περιμέναμε να μπουν οι Γερμανοί. Και μπήκαν οι Γερμανοί και καταλήξανε στο χωριό.
Εκεί λοιπόν στο χωριό που καταλύσανε, στη μέση ακριβώς της πλατείας του χωριού βάλανε τον ασύρματο, τα ζώα τους κτλ. και ετοιμάσανε να φάνε. Την ώρα λοιπόν εκείνη, εμείς κάναμε την επίθεση και άρχισε η μάχη. Αυτός που έριξε τον πρώτο όλμο που έτυχε να πέσει ο τυχερός αντάρτης ο οποίος μάλιστα είναι και πατέρας ενός παιδιού που είναι φίλος με την κόρη μου, ο οποίος έχει πεθάνει τώρα, θεός σχωρέσε τον, ο όλμος λοιπόν αυτός έπεσε πάνω στον ασύρματο κι έτσι οι Γερμανοί δε μπορούσαν πλέον να ειδοποιήσουν κάτω στην ’μφισσα τους δικούς τους ότι υφίστανται επίθεση.
Και έβγαλε το πιστόλι και αυτοκτόνησε ο επικεφαλής. Μετά, ο δεύτερος Διοικητής ανέλαβε τη Διοίκηση. Και έγινε μια μάχη για να μη σας τα πολυλογώ, όπου οι Γερμανοί εξουδετερωθήκανε όλοι και στο τέλος πιαστήκανε αιχμάλωτοι.
Εκεί λοιπόν οι Ψαθάκης σε μια στιγμή πηγαίνει να μπει σε ένα σπίτι στο οποίο ήταν οχυρωμένοι οι Γερμανοί. Αλλά επειδή ήταν ήσυχο νόμιζε ότι δεν είναι κανένας μέσα. Ανοίγει λοιπόν την πόρτα και μόλις ανοίγει την πόρτα από πίσω ήταν ο Γερμανός ο οποίος του ρίχνει με το πιστόλι του και τον πέρασε η σφαίρα από τη μεριά και βγήκε από την άλλη.
Και παρόλα αυτά, παρόλο που ενόμιζα εγώ ότι είχε σκοτωθεί, αυτός έζησε. Και όχι μόνο έζησε, αλλά είναι τώρα και στην Αθήνα και πρόκειται να τον δω εντός των ημερών. Λέγεται Κώστας Ξανθάκης, Χημικός. Εδώ υπάρχουν άλλοι που ήμαστε μαζί και ακόμη. Αλλά ζουν ελάχιστοι. Κάθε τόσο πεθαίνουν.
Ωραία ιστορία όμως είναι αυτή.
Παρεμπιπτόντως σου είπα και την ιστορία του πρώτου αντάρτη που βρήκα. Κατά τα άλλοι λοιπόν πήγα και στην αρχή ήμουν με τον Ορέστη εδώ στην Πάρνηθα. Εδώ λοιπόν συνέβη άλλο ένα γεγονός: Εμείς ήμαστε μια φρουρά, με όρισε εμένα ο Ορέστης επειδή είχαν τ σημείωμα που του στείλανε από κάτω, είχαν ένα σημείωμα το οποίο ήταν πολύ εγκωμιαστικό για μένα γιατί είχα κάνει πολύ παράτολμα πράγματα κατά το διάσημα της αντιστασιακής μου σταδιοδρομίας στην Αθήνα. Θεωρούμουν στέλεχος γερό.
Μου ανέθεσε λοιπόν την υπευθυνότητα να φυλάω τον ασύρματο με τον ερχόμαστε σε επαφή με το στρατηγείο Μέσης Ανατολής. Και κάθε μέρα βγάζαμε, μας έφερνε αυτός τα δελτία από κάτω, πόσα αεροπλάνα ήρθαν στο Χασάνι, έτσι λεγόταν τότε το αεροδρόμιο του Ελληνικού πόσα πλοία έρχονταν στο λιμάνι του Πειραιώς και διάφορα άλλα πράγματα τα οποία εμείς τα στέλναμε με τον ασύρματο, είχαμε ασυρματιστή δικό μας και ερχόμαστε κάθε μέρα σε επαφή με το στρατηγείο Μέσης Ανατολής από όπου παίρναμε και εντολές τις οποίες διαβιβάζαμε με σύνδεσμο, τα στέλναμε επάνω στο δικό μας γενικό στρατηγείο όπου ήταν και Εγγλέζοι Αξιωματικοί και Ρώσοι και Γάλλοι κτλ.
Ήμουνα λοιπόν εκεί. Σε μια στιγμή λοιπόν έρχονταν τα βομβαρδιστικά τα γερμανικά, τα αμερικάνικα και τα εγγλέζικα και βομβαρδίζανε. Οι Αμερικάνοι είχαν μερικά που τα λέγανε «ιπτάμενα φρούρια» τα οποία δεν τα πιάνανε τα γερμανικά πυροβόλα τα αντιαεροπορικά, πηγαίνανε πιο ψηλά αυτά από τα αντιεροπορικά πυροβόλα της εποχής εκείνης.
Αλλά είχαν όμως οι Γερμανοί και καταδιωκτικά. Ένα λοιπόν από αυτά χτυπήθηκε από ένα καταδιωκτικό γερμανικό Ήταν 11 μέσα, ο ένας σκοτώθηκε, ο άλλος έμεινε τραυματισμένος και οι υπόλοιποι 9 πέσανε με τα αλεξίπτωτα και με τον τραυματισμένο.
Αυτοί λοιπόν πέφτανε με τα αλεξίπτωτα, τους είδαν όμως οι Γερμανοί από το Λουτράκι και μετά κι άλλοι, που ρίχνανε με τα αντιαεροπορικά. Τους είδαμε ότι πέφτανε, και στείλανε δυο τρία αυτοκίνητα αλυσιδωτά για να πάρουν αιχμαλώτους. Ένας δικός μας λοιπόν ο οποίος ήταν από πάνω από το Λουτράκι, στο βουνό εκεί, χωρίς να ρωτήσει κανέναν, χτύπησε τα αυτοκίνητα αυτά.
Ένας όμως από τους Γερμανούς ξέφυγε με τη μοτοσικλέτα κι έφτασε κάτω και το είπε. Και κάτω τότε σηκωθήκανε και στείλανε επάνω ολόκληρο σύνταγμα. Αυτοί τι κάνανε: Αρχίσανε και καίγανε τα χωριά, τα Δερβενοχώρια. Εκεί λοιπόν έγινε μάχη τέσσερα μερόνυχτα με τους Γερμανούς. Και σε αυτές τις μάχες έλαβα μέρος, σε όλες τις μάχες.
Από κει και μετά έφυγα και πήγα προς τα πάνω και έφτασα στην Αμφισσα, την οποία ’μφισσα την είχαν μια ιταλική μεραρχία η οποία ιταλική μεραρχία, δεν παραδόθηκε στους Γερμανούς αλλά παρέδωσε όλο τον οπλισμό της στο Αντάρτικο και την πήρε ο αντάρτης.
Την 1η Φεβρουαρίου του 1944, οι Γερμανοί επιτεθήκανε να πάρουν την Αμφισσα και έγινε μάχη εκεί και έτσι αναγκαστήκαμε εμείς και φύγαμε και το μεν στρατηγείο έφτασε επάνω στο Μαύρο Λιθάρι, εγώ δε με μια δράκα ανθρώπων αφού τινάξαμε τις γέφυρες στο Μόρνο, πήγαμε και μείναμε στο Λιδορίκι για να μπορέσουμε να πάρουμε ορισμένα τρόφιμα να δίνουμε επάνω για να φάνε οι αντάρτες.

Η διαβίωση πώς ήταν;

Υπήρχε πείνα πολλή, στα χωριά ο κόσμος μας αγκάλιαζε αλλά όπως καταλαβαίνεις ήταν πολύ δύσκολη η κατάσταση. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί δε χαρίζανε σε κανέναν. Διότι δεν είναι μόνο ότι καίγανε ένα χωριό, καταστρέφανε τα πάντα. Δηλαδή σκοτώνανε και τα ζώα, ό,τι μπορούσαν να πάρουν το καίγανε και το καταστρέφανε.
Σε αυτό δε είχαν μια σκόνη όπως ήταν μεθοδικοί σε όλα, από φωσφόρο κτλ, την οποία τη μοιράζανε, να δεις πώς φτιάχνανε τα σπίτια, αστραπιαία. Ρίχνανε τη σκόνη έτσι, ρίχνανε δυο τρεις εμπρηστικές σφαίρες και φούντωνε το σύμπαν. Δεν αφήνανε λοιπόν τίποτα. Τα καίγανε όλα. Και τις εκκλησίες, τα πάντα. Τα σχολεία, τα σπίτια, τα πάντα. Και καταστρέφανε ό,τι μπορούσαν.
Εν τω μεταξύ δε μπορούσες και να κουνηθείς γιατί ναι μεν δεν είχαν τότε, την εποχή εκείνη ελικόπτερα, είχαν όμως τα αεροπλάνα με τα οποία καταγράφανε τα πάντα. Δε μπορούσες να κουνηθείς. Μόνο όταν ήσουν κοντά σε δάσος μπορούσες να κρυφτείς.
Έξω κοιμόσαστε;
Ναι, βέβαια. Όχι μόνο έξω, κοιμόμαστε και μεσα στα χιόνια. Αλλά οι χωριάτες μας είχαν μάθει εμάς τα παιδιά από την πόλη, μας είχαν μάθει ορισμένα πράγματα. Ας πούμε άμα μπεις μέσα σε ένα σκίνο, ξέρεις, είναι ένας θάμνος ο οποίος είναι σκληρός, έχει φύλλα αλλά σκληρά είναι ένα πυκνό πράγμα. Αυτό λοιπόν, άμα μπεις μέσα με την πλάτη, μέσα εκεί και κουκουλωθείς, δημιουργεί μόνωση. Ο αέρας δημιουργεί μια μόνωση και κρατάς τη θερμοκρασία του σώματος. Έτσι, και να χιονίζει απλώς πέφτει το χιόνι από πάνω σου. Μέσα όμως βαθιά το σώμα σου κρατάει τη θερμοκρασία και δεν παγώνεις.
Αλλά αυτό δε μπορείς να το κάνεις σε ένα μέρος που χτυπάει ο αέρας, πρέπει να βρεις απάγκιο και ειδικό θάμνο να πέσεις μέσα. Βάζαμε λοιπόν τη χλαίνη έτσι, το όπλο εδώ και μπαίναμε μέσα. Την άλλη μέρα σηκωνόσουν και περπάταγες. Αλλά ήμαστε και πάρα πολύ γερή γενιά. Δηλαδή οι γενιές του 1940 ήταν οι «δράκου γέννα». Και όχι μόνο αυτό, αλλά η εποχή γενικά του πληθυσμού παρόλη την ρακένδυτη του πτωχού πληθυσμού κατάσταση, παρόλη τη φτώχια, υπήρχε όμως μια αγνότητα, η εποχή ήταν ανεπανάληπτα ηρωική και ήταν εποχή στην οποία υπήρχε μεγάλη ανθρωπιά.
Δηλαδή ο ελληνικός λαός την εποχή εκείνη εδίδαξε στον κόσμο ότι ένας λαός δεν γονυπετεί μπροστά σε κανέναν δυνάστη. Αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, δε μπορεί να το αρνηθεί κανένας και είναι αίσχος για όλους αυτούς τους ανθρώπους σήμερα που προσπαθούν να κάνουν αυτή την ακρατική διάρθρωση στις διάφορες χώρες, να χτυπήσουν τα ήθη και τα έθιμα και τις παραδόσεις, και να δημιουργήσουν μια νεολαία που θα είναι σα ρομπότ. Να ακούει ένα χτύπο ντούπου ντούπου ντούπου για μουσική, να αφήσει τα νάματα και την ιστορία του τόπου της και να διοικείται από ανθρώπους όπως είχαν οι Γερμανοί την κοσμοθεωρία, γιατί και αυτοί την ίδια θεωρία είχαν, νέα τάξη πραγμάτων, παγκοσμιοποίηση. Όπου υπάρχει ένας λαός ο οποίος είναι ανώτερος των άλλων και ο οποίος έχει φθηνό εργατικό, τρόφιμα και διοικεί διότι αυτός ξέρει τι κάνει. Ενώ οι άλλοι δεν ξέρουν.
Ήθελα να το πω αυτό, το ξέχασα: Μας ειδοποιούν σε μια στιγμή ότι επάνω στους Αμπελοκήπους παραδίδεται ένα τμήμα, η καραμπινιερία, ήταν αυτοί με τα καπέλα που ήταν έτσι, οι καραμπινιέροι, οι οποίοι είχαν αυτά τα όπλα τα ιταλικά και μια θήκη με σφαίρες.
Παραδοθήκανε λέει πέντε τέτοιοι κι έχουν τα όπλα κτλ. Φεύγω εγώ, εκείνη τη στιγμή είμαι εγώ στο στέκι και φεύγω αμέσως και πάω επάνω με ένα ποδήλατο. Πάω λοιπόν εκεί, φτάνω, έχουμε ένα τσουβάλι και βάζω μέσα τα όπλα και τις θήκες τις βγάζω και βάζω μέσα τις σφαίρες και δένω το τσουβάλι από πίσω στη σχάρα, και μπροστά στο σκελετό, καβαλάω το ποδήλατο και κατεβαίνω. Τότε δεν υπήρχαν οι δρόμοι.
Μιλάμε τώρα για το 1943;
Το Σεπτέμβριο του 1943 που πέσανε οι Ιταλοί. Από τους Ιταλούς τα έχουμε πάρει. Και κατεβαίνω τώρα να πάω, γιατί η αποθήκη που έχουμε είναι μια αποθήκη του Υπουργείου Γεωργίας η οποία είναι στην οδό Αιόλου. Εκεί ήταν μια Υπηρεσία και την έχουμε κάνει εμείς αποθήκη από κάτω στη σκάλα κτλ.
Και πηγαίνω τώρα προς τα εκεί. Περνάω το ρέμα λοιπόν, εκεί που ήταν το ένα νοσοκομείο, το αφροδισιακό νοσοκομείο Συγγρού και κατεβαίνω. Δίπλα μου περνάει ένα αυτοκίνητο φορτηγό με Γερμανούς. Την ώρα λοιπόν που εγώ έκανα πετάλι στο ποδήλατο, η μπροστινή μεριά του σακιού έχει τραβηχτεί προς τα κάτω και φαίνονται οι κάνες. Και τις βλέπουν οι Γερμανοί, περάσανε δίπλα και τις βλέπουνε.
Βγάζουν τα όπλα, βλέπω εγώ τα όπλα, έχουν προχωρήσει, σταματάνε, βγάζουν όπλα. Γυρίζω το ποδήλατο και πέφτω μέσα στο ρέμα, αυτοί αρχίζουν και πυροβολούν. Εγώ τρέχω. Από πίσω μου λοιπόν, αυτός που με ακολουθεί για να δει, γιατί έχω έναν από πίσω και με παρακολουθεί από μακριά με ένα άλλο ποδήλατο, αυτός είδε που έπεσα εγώ στο ρέμα κτλ. και νόμισε ότι σκοτώθηκα.
Κατεβαίνει λοιπόν αυτός από άλλη μεριά, φεύγει από κει και πάει κάτω, και πάει στους άλλους και τους λέει ότι «πάει ο ’λκης, τον σκοτώσανε». Και με περιμένουν οι άλλοι εκεί, τέλος πάντων. Αυτό ήταν ένα.
Τι σας είπαν όταν σας είδανε;
Σηκωθήκανε όλοι όρθιοι, ήρθαν, με αγκαλιάσανε, φιλιά κτλ. Και μου είπαν τι τους είπε ο άλλος και ότι είχαν αρχίσει και κλαίγανε, δηλαδή τρόπος του λέγειν.

Κι εσείς με ποδήλατο τα πηγαίνατε;

Με τι να τα έπαιρνα; Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, δεν υπήρχε βενζίνη. Υπήρχαν κάτι γκαζοζέν. Λοιπόν το ένα είναι αυτό. Το άλλο είναι στην οδό Πετράκη που είναι πάροδος της οδού Μητροπόλεως, μέσα ένα στενάκι, εκεί είχε ένα καφενείο που ήταν το στέκι μας. Η έδρα της πανυπαλληλικής ήταν στο Υπουργείο Γεωργίας, εκεί ήταν όλα τα κεντρικά στελέχη. Αλλά είχαμε εξουδετερώσει όλους τους χαφιέδες και δε μπορούσα να μας βρουν εκεί πέρα. Και είχαμε στέκι εκεί στο καφενείο.
Απέναντι ακριβώς ήταν ένα μέρος επιταγμένο, πρώην ξενοδοχείο στο οποίο μένανε Ιταλοί αεροπόροι, της ιταλικής Αεροπορίας, με φρουρά κτλ. Αυτοί λοιπόν, όταν έγινε η παράδοση, οι αεροπόροι ήταν περισσότερο από τους άλλους αντικαθεστωτικοί και θέλανε όλοι να παραδοθούν. Μόνο θέλανε πολιτικά ρούχα για να μην τους πιάσουν οι Γερμανοί.
Πολλοί είχαν κάνει και φλερτ με Ελληνίδες κτλ. Δηλαδή ήταν σαν κι εμάς, δεν ήταν κακοί. Για να μη σας πολυλογώ, τους παίρναμε τα όπλα, τα βάζαμε μέσα σε κάτι κοφίνια και από κει τα κουβαλάγαμε απέναντι που ήταν μια ΕΒΓΑ, μετά τη Μητρόπολη, ένας δρόμος πήγαινε μέχρι επάνω, είχαμε μια ΕΒΓΑ και εκεί είχαμε τα κοφίνια όπου βάζαμε μέσα τα όπλα κι από πάνω λαχανικά και τα βάζαμε στο καρότσι και τα πηγαίναμε κάτω στην αποθήκη, στην οδό Αιόλου.
Τα παίρναμε λοιπόν με τσουβάλια από μέσα από το καφενείο και τα πηγαίναμε απέναντι. Σε ένα τσουβάλι από αυτά που πήρα είχα τα όπλα, τις σφαίρες, τις χειροβομβίδες και τα είχα όλα μέσα στο σακί. Και προχωράω στην οδό Πετράκη για να περάσω απέναντι τη Μητροπόλεως.
Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί έχουν βγάλει ανακοίνωση ότι όποιος Έλληνας συλληφθεί να κάνει συναλλαγή με Ιταλό στρατιώτη θα τουφεκίζεται επί τόπου, για να μας σταματήσουν, να μην παίρνουμε τα όπλα. Και σε μια στιγμή, όπως κουβαλάω το σακί, είχε μια τρύπα το σακί και από το βάρος, κάνει έτσι και γεμίζει κάτω το πεζοδρόμιο με σφαίρες, χειροβομβίδες κτλ. Και μου μένουν στα χέρια μόνο τα όπλα.

Εν τω μεταξύ απέναντι είναι κόσμος. Είναι ένας Αστυφύλακας, κάτι γυναίκες, κάτι άντρες, οι οποίοι κοκαλώσανε όλοι. Εγώ λοιπόν τι κάνω τώρα: Ο άλλος από πίσω έχει βγάλει το πιστόλι γιατί περιμένει, περνάνε οι Γερμανοί εν τω μεταξύ με τις μοτοσικλέτες κι ένα πολυβόλο επάνω, συνέχεια. Και τα έχουν χάσει όλοι. Εγώ, σα να μη συμβαίνει τίποτα, βάζω κάτω το σακί, ανοίγω το σακί, ανοίγω το σακί, ανοίγω το σακί, βάζω μέσα τις σφαίρες, τις χειροβομβίδες κι όλα αυτά, το πιάνω έτσι το σακί και περνάω τη Μητροπόλεως έτσι, με το σακί έτσι.
Την ώρα που το έκανα έτσι και έπιασα το σακί να το σηκώσω, έρχεται ένας γέρος από κει με άσπρα μαλλιά και μου λέει: «Γεια σου παλικάρι μου!» Και όταν με ρωτήσανε τα παιδιά σε ένα σχολείο, είπα ότι το μεγαλύτερο παράσημο το οποίο έχει πάρει, ήταν αυτό. Και είπα στα παιδιά αυτή την ιστορία. Και σηκωθήκανε όλα και χειροκροτούσαν.

Πολύ ωραία ιστορία είναι αυτή.

Επίσης για τα παιδιά ήθελα να σας πω το εξής: Όταν πηγαίνω στα σχολεία να μιλήσω, μετά μου βάζουν γραμματάκια, ποιηματάκια, ζωγραφίζουν κτλ. Εν τω μεταξύ κάθονται και ακούνε όταν τους λέω την ιστορία για τη σημαία. Πώς μπήκαμε, για τον Εριχθόνιο, με ρωτάνε για τον Εριχθόνιο, αν ήταν μεγάλος ο όφις.
Ένας από αυτούς λοιπόν καθόταν μπροστά, ήταν πιτσιρικάς, πρωτάκι. Μου λέει «θέλω να σου πω». Του λέω «έλα εδώ». Ήρθε λοιπόν και του λέω: «Λέγε». Ήρθε λοιπόν κοντά στο αυτί μου, δεν ήθελε να τον ακούσουν οι άλλοι, μου λέει «δε φοβήθηκες;» Του λέω «Πώς; Βεβαίως και φοβήθηκα. Αμα δεις κανέναν και σου πει ότι δε φοβάται, λέει ψέματα. Όλοι φοβόμαστε. Όλοι. Αλλά όταν πρέπει να γίνει, πρέπει να το κάνουμε. Εκεί ξεχωρίζουν οι άνθρωποι. Εντάξει;» «Εντάξει». «Δώσε μου ένα φιλάκι τώρα» Αυτά είναι τα παιδιά, τα Ελληνόπουλα.
Από το Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνοραem>

Δεν υπάρχουν σχόλια: