του Αντώνη Μπρούμα
απο:
ΑΥΓΗ
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τη διεθνή Σύμβαση ACTA (Anti-Counterfeiting Trade Agreement) και τις πιθανές επιπτώσεις της στην ελευθερία της διαδικτυακής έκφρασης. Τον περασμένο Ιανουάριο, η είδηση της υπογραφής της από την Ευρωπαϊκή Ένωση και είκοσι δύο κράτη-μέλη της, μεταξύ των οποίων και η χώρα μας, πυροδότησε ταυτόχρονες μαζικές διαμαρτυρίες σε εκατοντάδες πόλεις της ηπείρου. Η γιγαντιαία λαϊκή κινητοποίηση έφερε αποτελέσματα. Σήμερα, μετά την πρόταση καταψήφισής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από τον αρμόδιο εισηγητή και τη δημόσια τοποθέτησή της αρμόδιας Επιτρόπου Nellie Kroes, η δυναμική της ACTA τουλάχιστον στην Ευρώπη έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Αυτές οι εξελίξεις δείχνουν ότι τα ψηφιακά δικαιώματα εισέρχονται δυναμικά στον δημόσιο διάλογο και στα κοινωνικά κινήματα, υποδηλώνοντας το ενδιαφέρον των ανθρώπων για την κοινωνία της πληροφορίας και τις προοπτικές της. Είναι καιρός να ανατραπούν σε κεντρικό επίπεδο οι κυρίαρχες επιλογές για τη διαχείριση της γνώσης και του πολιτισμού στην ψηφιακή εποχή.
Τι είναι η ACTA και το ιστορικό της
Η ACTA (ελληνιστί «Εμπορική Συμφωνία για την Καταπολέμηση της Παραποίησης/Απομίμησης») είναι μια διακρατική συμφωνία με την οποία επιδιώκεται η κατοχύρωση διεθνών κανόνων για την επιβολή, σε παγκόσμιο επίπεδο, των ισχυόντων δικαιωμάτων διανοητικής, δηλαδή πνευματικής και βιομηχανικής, ιδιοκτησίας (στο εξής ΔΙ). Κύριο αντικείμενο ρύθμισης της ACTA είναι οι διασυνοριακές ροές προϊόντων/υπηρεσιών και ο κυβερνοχώρος.
Η διαπραγμάτευση της ACTA ξεκίνησε το 2006 ανάμεσα στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Καναδά, στο περιθώριο των συναντήσεων του G8 και ήταν απόρρητο. Βοηθητικό ρόλο στην κατάρτιση του κειμένου της σύμβασης είχε μια συμβουλευτική επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν πολυεθνικές εταιρείες των κλάδων του φαρμάκου και της ψυχαγωγίας. Η ύπαρξη της σύμβασης έγινε για πρώτη φορά γνωστή στην παγκόσμια κοινή γνώμη τον Μάιο του 2008, λόγω της διαρροής ενός σχεδίου της στον ιστότοπο της γνωστής ΜΚΟ Wikileaks. Από τότε, οι ενστάσεις διακεκριμένων ακαδημαϊκών και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και οι έντονες διαμαρτυρίες της κοινωνίας των πολιτών, είχαν ως αποτέλεσμα τον μετριασμό, σε σημαντικό βαθμό, της αυστηρότητας των διατάξεων της ACTA. Ενδεικτικά, το αρχικό κείμενο της σύμβασης εμπεριείχε διατάξεις (οι οποίες στη συνέχεια αφαιρέθηκαν), που εγκαθίδρυαν σε διεθνές επίπεδο το σύστημα της «κλιμακωτής απάντησης» (graduated response) των τριών σταδίων απέναντι σε χρήστες του διαδικτύου, όπως αυτό νομοθετήθηκε πρώτα στη Γαλλία με τους νόμους HADOPI 1 και 2. Το τελικό σχέδιο της σύμβασης, όπως έχει σήμερα, συμφωνήθηκε από τα διαπραγματευόμενα κράτη-μέρη στις 15 Νοεμβρίου 2010.
Η διαδικασία διαπραγμάτευσης και κατάρτισης της ACTA υποκρύπτει την πρόθεση των συμμετεχόντων κρατών να διεξαχθεί εν κρυπτώ από την παγκόσμια κοινή γνώμη, τουλάχιστον μέχρι το χρονικό σημείο που η κύρωσή της από σημαντικό αριθμό κρατών θα ήταν δεδομένη. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη συμμετοχή ισχυρών παικτών της παγκόσμιας αγοράς φαρμάκων και ψυχαγωγίας στα αρχικά στάδια της κατάρτισης, καταδεικνύει το προειλημμένο της διαδικασίας, από την οποία προέκυψε το σχέδιο της σύμβασης. Επιπρόσθετα, η αποφυγή της διαπραγμάτευσης της ACTA μέσα από τους υπάρχοντες διεθνείς οργανισμούς με όμοια ή συναφή αντικείμενα, όπως μέσα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ), αποτελεί ένδειξη ότι ακόμη και οι υφιστάμενες διαδικασίες διαπραγμάτευσης δεν κάλυπταν τις επιδιώξεις των διαπραγματευτών για τον περιορισμό του κοινωνικού παράγοντα από τη αρχική διαμόρφωση της ACTA. Κρίθηκε λοιπόν αναγκαία η δημιουργία ενός εντελώς νέου διακρατικού θεσμικού πλαισίου και η ίδρυση ενός καινούργιου οιονεί διεθνούς οργανισμού, επιφορτισμένου με την παγκόσμια επιβολή των κανόνων διανοητικής ιδιοκτησίας.
Με την ACTA επιδιώκεται, σε γενικές γραμμές, η προστασία του δικαιώματος στην ιδιοκτησία των κατόχων διανοητικών δικαιωμάτων. Για την προαγωγή αυτού του καταρχάς νόμιμου σκοπού, οι διατάξεις της προβλέπουν κανόνες δικαίου που περιορίζουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης, τα δικαιώματα του σεβασμού στην ιδιωτική ζωή, στο απόρρητο της επικοινωνίας και στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό και, τέλος, τα δικαιώματα σε δίκαιη δίκη και στην προσφυγή στις αρχές.
Η ACTA και το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση και πληροφόρηση
Το θεμελιώδες για μια δημοκρατική κοινωνία δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης συμπεριλαμβάνει τα επιμέρους δικαιώματα του ελεύθερου σχηματισμού/έκφρασης ή μη απόψεων, καθώς και του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι. Διατάξεις της ACTA που καταρχάς περιορίζουν το ανθρώπινο αυτό δικαίωμα και υπό προϋποθέσεις δύνανται να θέτουν ζητήματα ασυμβατότητας με αυτό είναι οι ακόλουθες:
Ποινικοποίηση παραβάσεων ΔΙ με σκοπό το εμπορικό όφελος. Τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεώνονται να καταστήσουν ποινικό αδίκημα την παραβίαση της διανοητικής ιδιοκτησίας με σκοπό το εμπορικό όφελος. Η ασάφεια του όρου «εμπορικό όφελος» αφήνει περιθώρια ερμηνείας για την ποινικοποίηση τύπων συμπεριφοράς που απαντώνται συχνά ανάμεσα στους διαχειριστές ιστοσελίδων και τους απλούς χρήστες, όπως την ποινικοποίηση παραβάσεων εφόσον σε ιστοσελίδα υπάρχουν διαφημίσεις, καθώς και την ποινικοποίηση της επιγραμμικής ανταλλαγής προστατευόμενων πνευματικών έργων χωρίς άδεια.
Ποινικοποίηση παραβάσεων ΔΙ χωρίς εμπορικούς σκοπούς. Δίνεται η διακριτική ευχέρεια στα συμβαλλόμενα κράτη να ποινικοποιούν και παραβάσεις της διανοητικής ιδιοκτησίας που δεν έχουν σκοπό το εμπορικό όφελος.
Ποινικοποίηση συνέργειας σε παραβάσεις ΔΙ. Τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεώνονται να καταστήσουν ποινικό αδίκημα τη συνέργεια σε παραβάσεις διανοητικής ιδιοκτησίας. Η διάταξη αυτή, που δεν συνοδεύεται με ειδικότερες προϋποθέσεις εφαρμογής, εκθέτει στον κίνδυνο ποινικής τιμώρησης όλους τους παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας (ΚτΠ), όπως παρόχους δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, φιλοξενίας, e-mail, υπηρεσιών περιεχομένου, διαχειριστές ιστοσελίδων και κάθε λογής μεσάζοντα της ΚτΠ. Οδηγεί έτσι στην εφαρμογή από τους μεσάζοντες ιδιωτικού ελέγχου της ελευθερίας έκφρασης υπό τον φόβο πιθανής ποινικής τους τιμωρίας και έτσι σε γενικευμένα φαινόμενα λογοκρισίας.
Νομοθέτηση προληπτικού και αποτρεπτικού ρόλου των παρόχων πρόσαβσης. Τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεώνονται να νομοθετήσουν ταχεία και αποτελεσματικά μέτρα επιβολής της διανοητικής ιδιοκτησίας, τόσο προληπτικού όσο και αποτρεπτικού χαρακτήρα, ιδιαίτερα μέσω των παρόχων πρόσβασης στο διαδίκτυο (ISPs). Η εσκεμμένη ασάφεια της διάταξης ανοίγει διάπλατα την πόρτα στην νομοθετική ή δικαστική εισαγωγή τεχνολογικών μέτρων προληπτικού φιλτραρίσματος της ηλεκτρονικά διακινούμενης πληροφορίας, καθώς και αποτρεπτικών διαδικασιών όπως το σύστημα της «κλιμακωτής απάντησης» (graduated response) των τριών σταδίων απέναντι σε χρήστες του διαδικτύου. Η παραπομπή, στο κείμενο της διάταξης, στην τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν αρκεί για να αποσοβήσει επαρκώς τους κινδύνους που δημιουργεί η ασαφής της διατύπωση, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη ότι πολλά δικαστήρια κρατών-μελών έφτασαν στο σημείο να επιβάλουν υποχρεώσεις τεχνολογικού φιλτραρίσματος σε τηλεπικοινωνιακούς παρόχους με βάση τις εξαιρετικά πιο σαφείς διατάξεις της Οδηγίας 2000/31/ΕΚ για το ηλεκτρονικό εμπόριο, όπως στην υπόθεση της βελγικής SABAM (άρθρο 27 § 1 και 2).
Απαγόρευση εξουδετέρωσης τεχνολογικών μέτρων ασφαλείας. Τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεώνονται να νομοθετήσουν κατάλληλα και αποτελεσματικά ένδικα μέσα για την προστασία των κατόχων δικαιωμάτων ΔΙ από πράξεις εξουδετέρωσης τεχνολογικών μέτρων ασφαλείας, όπως οι γνωστές τεχνολογίες DRM. Η απαγόρευση επεκτείνεται και σε προγράμματα λογισμικού που δύνανται να χρησιμοποιούνται ως μέσα εξουδετέρωσης, ασχέτως αν διαθέτουν και άλλες κοινωνικά χρήσιμες λύσεις. Ρυθμίζει δε περιοριστικά την έρευνα πάνω στην ασφάλεια πληροφοριακών συστημάτων, καθώς απαγορεύει την ανάπτυξη σχετικών εργαλείων ακόμη και για ερευνητικούς σκοπούς.
Η ACTA και το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή
Η ιδιωτική σφαίρα του ατόμου προστατεύεται από ένα πλέγμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που περιλαμβάνει αυτό καθεαυτό το δικαίωμα του σεβασμού στην ιδιωτική ζωή, αλλά και τα δικαιώματα του σεβασμού στο απόρρητο της επικοινωνίας και στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό. Οι περιορισμοί της ιδιωτικότητας των χρηστών από τους κανόνες που θεσπίζει η ACTA είναι εκτεταμένοι:
Δικαίωμα των κατόχων ΔΙ για την απόκτηση προσωπικών δεδομένων ενός εξαιρετικά ευρέος κύκλου προσώπων. Τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεώνονται να νομοθετήσουν ένδικα μέσα που θα δίνουν στους κατόχους ΔΙ τη δυνατότητα να αποκτούν προσωπικά δεδομένα τρίτων. Στη σχετική διάταξη ως υποκείμενο τέτοιων δεδομένων προς συλλογή ορίζεται ένας εξαιρετικά διευρυμένος κύκλος προσώπων, που περιλαμβάνει τον «παραβάτη», τον «φερόμενο ως παραβάτη», «οποιοδήποτε πρόσωπο εμπλέκεται σε οποιαδήποτε πτυχή της παράβασης», «οποιοδήποτε πρόσωπο εμπλέκεται σε οποιαδήποτε πτυχή της εικαζόμενης παράβασης», οποιοδήποτε πρόσωπο τα στοιχεία του οποίου «αφορούν τα μέσα παραγωγής ή τα δίκτυα διανομής των παράνομων αγαθών ή υπηρεσιών», οποιοδήποτε πρόσωπο τα στοιχεία του οποίου «αφορούν τα μέσα παραγωγής ή τα δίκτυα διανομής των εικαζόμενων παράνομων αγαθών ή υπηρεσιών» και, τέλος, τρίτους «που φέρεται να έχουν εμπλακεί στην παραγωγή ή τη διανομή τέτοιων αγαθών ή υπηρεσιών και των δικτύων διανομής τους». Δεν είναι διακινδυνευμένη η πρόβλεψη ότι στον εξαιρετικά ευρύ αυτό κύκλο θα συμπεριληφθούν αναπόφευκτα πολίτες για πράξεις για τις οποίες δεν φέρουν ευθύνες. Επιπλέον, η ανωτέρω δυνατότητα εκχωρείται στους κατόχους ΔΙ ακόμη και για σκοπούς «συλλογής αποδεικτικών στοιχείων», δηλαδή για την «προληπτική» καταγραφή δραστηριοτήτων χρηστών λόγω υποψιών του κατόχου ΔΙ για μελλοντική παράνομη δραστηριότητά τους (άρθρο 11).
Υποχρέωση των παρόχων πρόσβασης για την άμεση γνωστοποίηση προσωπικών δεδομένων χρηστών τους στις κρατικές αρχές. Η ACTA υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να νομοθετούν ταχείες διαδικασίες αποκάλυψης από τους παρόχους πρόσβασης στο διαδίκτυο σε δημόσιες αρχές προσωπικών δεδομένων χρηστών-συνδρομητών τους, εφόσον υπάρχει απλός ισχυρισμός κατόχου δικαιωμάτων ΔΙ περί παραβίασης. Η κρατική αρχή, που μετά από σχετικό αίτημα κατόχου ΔΙ εκδίδει τη σχετική εντολή δεν χρειάζεται να είναι δικαστική, αλλά μπορεί να είναι διοικητική ή και αστυνομική. Μια τέτοια διαδικασία δημιουργεί εύλογα ζητήματα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων αθώων πολιτών. Μπορεί δε να οδηγήσει σε αιτήματα κατόχων ΔΙ «προληπτικού χαρακτήρα», με τα οποία θα υποχρεώνουν τους ISPs σε καταγραφή των δραστηριοτήτων χρηστών τους λόγω υποψιών για μελλοντική παράνομη δραστηριότητά τους.
Επιτήρηση χρηστών από κατόχους ΔΙ. Μολονότι κάτι σχετικό δεν αναφέρεται ρητώς στην ACTA, τα προβλεπόμενα με διατάξεις της δικαιώματα των κατόχων ΔΙ να αιτούνται προσωπικά δεδομένα δραστών η υπόπτων παραβίασης των δικαιωμάτων τους προϋποθέτει την πρότερη γενικευμένη επιτήρηση, από τους κατόχους ΔΙ ή εντολοδόχους τους, της διαδικτυακής δραστηριότητας πολιτών. Επιτήρηση όμως από ιδιώτες για τέτοιους σκοπούς δεν μπορεί παρά να κριθεί ότι παραβιάζει το ανθρώπινο δικαίωμα στο απόρρητο της επικοινωνίας και στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό.
Ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων πολιτών μεταξύ συμβαλλομένων κρατών. Με διάφορες διατάξεις της, η ACTA αφήνει το περιθώριο στα συμβαλλόμενα κράτη να ανταλλάσσουν προσωπικά δεδομένα πολιτών τους, είτε υπογράφοντας διμερείς συμφωνίες είτε υπογράφοντας μελλοντικά ένα πρόσθετο πρωτόκολλο στην ίδια τη σύμβαση.
Η ACTA και το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη
Διατάξεις της ACTA που καταρχάς περιορίζει το ανθρώπινο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και υπό προϋποθέσεις δύνανται να θέτει ζητήματα ασυμβατότητας είναι οι παρακάτω:
Ποινικοποίηση παραβάσεων ΔΙ χωρίς εμπορικούς σκοπούς. Όπως αναφέρθηκε, η ACTA παρέχει ρητά στα συμβαλλόμενα κράτη τη διακριτική ευχέρεια να ποινικοποιούν παραβάσεις της διανοητικής ιδιοκτησίας, που δεν έχουν σκοπό το εμπορικό όφελος. Δίνει έτσι την εξουσία στις αρμόδιες κρατικές αρχές να εφαρμόζουν σε τέτοιες περιπτώσεις τα ιδιαιτέρως σκληρά μέτρα πρόληψης και δίωξης του ποινικού δικαίου, όπως κατ’ οίκον έρευνες, κατασχέσεις σκληρών δίσκων και Η/Υ, αυτόφωρες ποινικές διαδικασίες κ.ο.κ. Η ποινικοποίηση τέτοιων συμπεριφορών, οι οποίες δεν έχουν έντονη κοινωνική απαξία, δεν συμβαδίζει με τον κανόνα της μεταχείρισης του ποινικού δικαίου ως ultimum remedium και, επομένως, είναι ασύμβατη με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
Γνωστοποίηση προσωπικών δεδομένων χρηστών από ISPs χωρίς δικαστική απόφαση. Όπως αναφέρθηκε ήδη, η ACTA υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να νομοθετούν ταχείες διαδικασίες γνωστοποίησης από ISPs προσωπικών δεδομένων χρηστών-συνδρομητών τους σε δημόσιες αρχές, κατόπιν ισχυρισμού κατόχου ΔΙ περί παραβίασης. Οι δημόσιες αυτές αρχές δεν είναι αναγκαίο να είναι δικαστικές· μπορεί να είναι διοικητικές ή αστυνομικές. Ο δε ισχυρισμός του κατόχου ΔΙ κατά κάποιου χρήστη αρκεί να έχει απλώς νομική επάρκεια, δίχως να συνοδεύεται με κάποια στοιχειοθέτηση. Τέτοιες όμως διαδικασίες, που περιορίζουν το δικαίωμα των χρηστών στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό χωρίς να υπάρχει στοιχειοθέτηση της καταγγελίας, τήρηση του τεκμηρίου της αθωότητας και δικαίωμα υπεράσπισης του υποκειμένου των δεδομένων ενώπιον ενός ανεξάρτητου και αμερόληπτου δημοσίου οργάνου, είναι ασύμβατες με το ανθρώπινο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
Ιδιωτικοποίηση της επιβολής της ΔΙ. Η ACTA δεσμεύει τα συμβαλλόμενα κράτη να προωθούν συνεργασίες μεταξύ παροχών πρόσβασης στο διαδίκτυο, παρόχων υπηρεσιών ΚτΠ, κατόχων ΔΙ και τρίτων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της παραβίασης της ΔΙ. Τέτοιες συνεργασίες έχουν γίνει πράξη ήδη στη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και, εσχάτως, τις ΗΠΑ. Περιεχόμενό τους είναι η οικειοθελής υιοθέτηση από τους ISPs πρακτικών τεχνολογικού φιλτραρίσματος και κλιμακωτής απάντησης απέναντι στους χρήστες τους, με αντάλλαγμα την αποχή από τους κατόχους ΔΙ από την προσφυγή στη δικαιοσύνη. Η συμμετοχή σε τέτοιες συμφωνίες του συνόλου των ISPs μιας χώρας, όπως έχει συμβεί στην πράξη, σε συνδυασμό με την συμπερίληψη στους γενικούς όρους συναλλαγών των σχετικών συμβάσεων σύνδεσης με το διαδίκτυο και, έτσι, την υποχρεωτική αποδοχή από τους χρήστες τέτοιων μέτρων οδηγεί στην παγίωσή τους, χωρίς καμία εμπλοκή δημοσίων αρχών. Με αυτό τον τρόπο, η επιβολή της ΔΙ καθίσταται ιδιωτική υπόθεση, δίχως μάλιστα τα κρατικοδικαιικά εχέγγυα, που τη συνοδεύουν κατά την άσκησή της από δημόσιες αρχές. Τέτοιες εξελίξεις, μολονότι δεν παραβιάζουν ευθέως τα ανθρώπινα δικαιώματα των χρηστών του διαδικτύου, αφού η υποχρέωση σεβασμού τους απευθύνεται σε κρατικές οντότητες, εντούτοις δημιουργούν πλαίσια ασφυκτικής συρρίκνωσής τους, τα οποία είναι ασύμβατα με τη διεθνή προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Συμπέρασμα
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η ACTA σηματοδοτεί την αλλαγή στάσης των κρατών απέναντι στο φαινόμενο της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία, από τον σχετικά ήπιο χαρακτήρα, που είχε κατά τη γέννησή της, μετατρέπεται σήμερα σε απόπειρα δρακόντειας ρύθμισης και παρέμβασης. Η ACTA έρχεται δε να επιστεγάσει μια μακρά σειρά ρυθμιστικών παρεμβάσεων και σε διεθνές επίπεδο, οι οποίες χαρακτηρίζονται αποκλειστικά και μόνο από την κατασταλτική αντιμετώπιση των κοινωνικών φαινομένων, που προκύπτουν από την αλματώδη τεχνολογική αλλαγή. Έτσι, οι δυνατότητες και οι προοπτικές, που ανοίγει η κοινωνία της πληροφορίας για την ανθρώπινη δημιουργικότητα και την πρόσβαση στη γνώση δεν αντιμετωπίζονται ως αφορμή αναστοχασμού της ισορροπίας μεταξύ των ιδιωτικών δικαιωμάτων στη ΔΙ και του κοινωνικού συμφέροντος αλλά ως έναυσμα για την γενίκευση καθώς και την ιδιωτικοποίηση της επιτήρησης και της καταστολής στα νέα ψηφιακά μέσα.
Ως κατακλείδα του άρθρο, κατατίθεται η αποποίηση από τον γράφοντα οποιασδήποτε ευθύνης για την «νομικοποίηση» ενός καθαρά πολιτικού ζητήματος. Η αναζήτηση ως προς το ποια κοινωνία της πληροφορίας θέλουμε είναι ένα ζήτημα, το οποίο ούτε μπορεί αλλά ούτε και πρέπει να περιοριστεί σε μια τεχνοκρατικού χαρακτήρα νομική ανάλυση της συμβατότητας της ACTA σε σχέση με το ισχύον επίπεδο διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα είναι κατά βάση πολιτική και αποτελεί κοινωνική υπόθεση.
Ο Αντώνης Μπρούμας είναι δικηγόρος, μέλος του Δικτύου για την Ψηφιακή Απελευθέρωση