της : ΒΑΣΙΑΣ ΜΗΝΟΠΕΤΡΟΥ
Μένω μόνιμα στην Αθήνα, όμως η καταγωγή μου είναι από την Ύδρα. Σαν παιδάκι, έφηβη και μετά ενήλικη με θυμάμαι να περνάω τις περισσότερες εποχές του χρόνου στην Ύδρα παρέα με τους παππούδες μου, τους γονείς μου, πολλούς συγγενείς και ακόμη περισσότερους φίλους… ντόπιους και μη.
Η Ύδρα είναι το μεγαλύτερο κομμάτι του εαυτού μου, το δεύτερο σπίτι μου, το λιμάνι μου… Την Ύδρα την αγαπάω για την απίστευτη και μαγική ομορφιά της. Τον αρχοντικό της χαρακτήρα. Τα χρώματα που παίρνει την αυγή και το σούρουπο. Τους ήχους από τις καμπάνες των εκκλησιών που χτυπάνε μελωδικά ανά μισάωρο. Την εναλλαγή της φύσης από άκρη σε άκρη… αλλού βλάστηση, αλλού ξεραΐλα. Την ησυχία της και την φασαρία της. Την αγαπάω γιατί όταν είμαι εκεί… με υπνωτίζει... Δεν την αγαπάω όμως μόνο για τα παραπάνω. Κανένας τόπος δεν είναι τόσο όμορφος χωρίς να είναι και οι άνθρωποι που ζουν σε αυτόν.
Κάτοικοι, μόνιμοι και μη, όμορφοι άνθρωποι, παθιασμένοι, με τα καλά τους και τα κακά τους, αυτοί είναι οι στυλοβάτες της ομορφιάς που απολαμβάνουν οι επισκέπτες της. Χωρίς εκείνους δεν θα υπήρχε το στολίδι αυτό.
Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε έτυχε να ζήσω τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο νησί από μακριά… Από μακριά σαν φυσική παρουσία, γιατί η καρδιά μου έβγαλε φτερά, ταξίδεψε με 8 μποφόρ άνεμο και στάθηκε στον φάρο του λιμανιού, ήσυχος παρατηρητής και ένθερμος e-εμψυχωτής.
Δεν υπάρχει περίπτωση να έχεις έρθει στην Ύδρα και να μην ράγισε η καρδιά σου όταν έμαθες πως την διαπομπεύουν.
Δύο μέρες ένιωθα σαν να έχω έναν δικό μου άνθρωπο στα επείγοντα του νοσοκομείου. Ένα γεγονός στάθηκε αφορμή για να τον κάνει να υπερασπιστεί το δίκιο του, να αντιδράσει, να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Και τον βίασαν, τον βεβήλωσαν, τον απαξίωσαν. Δύο μέρες έκατσε στην εντατική ο άνθρωπος μου ανασαίνοντας άρρυθμα. Μέσα στην κρύα αίθουσα τον επισκέφτηκαν πολλοί για να τον γιατρέψουν, όπως είπαν. Έφεραν ηχηρούς τίτλους όπως ‘Dr. El-El’, ‘Dr. Mat’… ξακουστά ονόματα που ενστερνίζονται έναν σύγχρονο τρόπο θεραπείας: ψυχή σε κώμα, ζωή σε σώμα. Έξω από την κρύα αίθουσα, φίλοι και γνωστοί ενωμένοι σαν μια γροθιά, συμπαραστέκονταν στον άνθρωπό μου. Σιγοψιθύριζαν ότι είναι δυνατός, ότι έχει δίκιο, ότι θα τα καταφέρει και ότι εκείνοι θα είναι πάντα δίπλα του. Έχοντας ως μόνη παρέα και στήριξη την πίστη και την ελπίδα, κάθισαν μαζί του περιμένοντας την μαγική στιγμή της ανάνηψης.
Σήμερα η φτερωτή καρδιά μου γύρισε πίσω… ραγισμένη. Βγήκε από την εντατική ο άνθρωπός μου. Πήρε μια βαθιά ανάσα, φόρεσε το ηλιόλουστο χαμόγελό του και συνεχίζει. Οι πληγές θα επουλωθούν, οι μελανιές θα φύγουν, το σώμα θα ομορφύνει ξανά. Η καρδιά που δεν σταμάτησε να σιγοκαίει, θα συνεχίσει να χτυπά ρυθμικά όπως πριν. Αυτό που δεν θα είναι ξανά πια το ίδιο είναι οι μνήμες που χαράχτηκαν στο μυαλό του ανθρώπου μου. Κι όσο και αν θέλει να τις κλειδώσει σε ένα κουτάκι του μυαλού του, εκείνες είναι ανεξίτηλες και φωνάζουν όλες μαζί ‘Γιατί;’. Θα το βρει το ‘γιατί’ ο άνθρωπός μου… θα το βρει γιατί θα τον βοηθήσουν οι φίλοι και οι γνωστοί που ήταν έξω από την κρύα αίθουσα αυτές τις δύο ημέρες.
Μέχρι τότε… οι καμπάνες θα συνεχίσουν να χτυπάνε ρυθμικά ανά μισάωρο, τα χρώματα θα φαίνονται πιο ζωντανά την αυγή και το σούρουπο και η απαράμιλλη παραδοσιακή ομορφιά του θα υπνωτίζει τους λάτρεις του.
*Το κείμενο είναι αφιερωμένο στον ασθενή μου και στους φίλους του.