Θα ήταν πολύ πιο έντιμο και πολύ πιο ειλικρινές
από πλευράς κυβέρνησης Μητσοτάκη, αν ανακοίνωνε ευθέως την πραγματική
της πρόθεση. Αυτή που κρύβεται πίσω από το τέχνασμα της Εθνικής Βάσης
Εισαγωγής και δεν είναι άλλη, όπως σήμερα αποδεικνύεται στην πράξη, από
το να περιοριστεί η πρόσβαση των νέων παιδιών στη δημόσια εκπαίδευση και
να μειωθεί δραστικά ο φοιτητικός πληθυσμός στα πανεπιστήμια.
Αυτό
που έκαναν όμως με το επικοινωνιακό εύρημα της Εθνικής Βάσης Εισαγωγής,
χρησιμοποιώντας δηλαδή ένα δήθεν αξιοκρατικό επιχείρημα να επιτύχουν
τον δραστικό περιορισμό των νέων που θα μπορούν στο εξής να σπουδάζουν
στα δημόσια πανεπιστήμια είναι άθλιο, γιατί είναι ανειλικρινές,
κουτοπόνηρο, υποκριτικό και παραπλανητικό.
Και βέβαια επειδή το ψέμα έχει κοντά ποδάρια, σήμερα η κυβέρνηση
βρίσκεται αντιμέτωπη με την οργή δεκάδων χιλιάδων οικογενειών που
αντιλαμβάνονται τώρα τι κρύβονταν πίσω από το επικοινωνιακό τέχνασμα της
ΕΒΕ. Τι κρύβονταν δηλαδή πίσω από τα κροκοδείλια δάκρυα για όσους
εισάγονται στα πανεπιστήμια με μέσο όρο βαθμολογίας 2 και 3.
Καθώς σήμερα, εκτός όσων ούτως ή άλλως θα απορρίπτονταν, περί τους
15.000 μαθητές επιπλέον βρίσκονται αποκλεισμένοι από το πανεπιστήμιο,
ενώ υπάρχουν κενές θέσεις στις σχολές επιλογής τους. Την ίδια ώρα, άλλοι
15.000 περίπου υποψήφιοι θα χάσουν το δικαίωμα να εισαχθούν στις σχολές
προτίμησής τους, παρά το γεγονός ότι έχουν πάρει πολύ υψηλή βαθμολογία,
επειδή σε κάποιο από τα μαθήματα δεν πήραν την ΕΒΕ, όπως τεχνητά και
στρεβλά τη διαμόρφωσε το υπουργείο.
Η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής είναι κατ’ ουσία ένας τεχνητός
κόφτης, χωρίς κανένα αντίκρυσμα ούτε στη βελτίωση του εκπαιδευτικού
συστήματος, ούτε και στη διαμόρφωση της μαθησιακής επάρκειας των
υποψηφίων.
Πρώτον γιατί το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια στη χώρας μας δεν
είναι σχεδιασμένο για να διαπιστώνει τις γνώσεις των υποψηφίων σε σχέση
με τις απαιτήσεις των πανεπιστημιακών σχολών. Αντίθετα, λειτουργεί σαν
διαγωνισμός εισαγωγής με γενικά θέματα, για έναν κλειστό και
προαποφασιμένο αριθμό θέσεων και με σειρά επιτυχίας.
Το εξεταστικό σύστημα δηλαδή δεν είναι εξ αρχής προορισμένο για να
διαπιστώνει τη γνωστική επάρκεια των υποψηφίων προκειμένου να μπορούν να
σπουδάσουν στις σχολές προτίμησής τους. Αν ήταν έτσι, οι εξετάσεις θα
έπρεπε να διεξάγονται σε κάθε σχολή χωριστά, με θέματα στοχευμένα και
επεξεργασμένα από τους καθηγητές της, κατά τρόπο ώστε να διαπιστώνεται
αν και κατά πόσο οι υποψήφιοι είναι ικανοί να αντεπεξέλθουν στις
γνωστικές απαιτήσεις κάθε ειδικού επιστημονικού αντικειμένου.
Αυτό όμως, όπως είναι γνωστό, δεν συμβαίνει, χάριν του αδιάβλητου
χαρακτήρα που έχουν οι γενικές εξετάσεις που διενεργεί το υπουργείο
παιδείας, με γενικά θέματα που απευθύνονται σε μια ολόκληρη ομάδα σχολών
με διαφορετικά επιστημονικά πεδία. Η Φυσική, η Χημεία, τα Μαθηματικά, η
Γεωλογία, η Γεωπονική και οι Πολυτεχνικές σχολές, αν και δεν έχουν
κοινά γνωστικά αντικείμενα, εντούτοις, εντάσσονται σε ένα γενικό πεδίο
και εξετάζονται σε κοινά θέματα.
Εφόσον λοιπόν ο σκοπός των εισαγωγικών δεν είναι η διαπίστωση
της γνωστικής επάρκειας των υποψηφίων, αλλά η κατάταξή τους, με σειρά
επιτυχίας, προκειμένου να καταλάβουν τις διαθέσιμες θέσεις στις σχολές, η
εφαρμογή οποιαδήποτε βαθμολογικής βάσης παρέλκει, γιατί αλλοιώνει τον
χαρακτήρα του διαγωνιστικού συστήματος.
Δεύτερον, ακόμη και αν πιστέψουμε την υπουργό που επιμένει στον
αξιοκρατικό χαρακτήρα της ΕΒΕ, ότι δηλαδή αποκλείει εκείνους που δεν
γράφουν καλά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι σε ένα μείζον εκπαιδευτικό ζήτημα.
Στο οποίο η λύση που δίνεται είναι εκτός εκπαιδευτικού συστήματος και
εκτός εκπαιδευτικής λογικής. Αν δηλαδή χιλιάδες μαθητές που ολοκληρώνουν
επιτυχώς τις απολυτήριες εξετάσεις στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση,
αποδεικνύεται ότι δεν είναι ικανοί να πάρουν τη βάση στις εισαγωγικές
εξετάσεις και μένουν εκτός, αν και υπάρχουν κενές θέσεις, αυτό είναι ένα
πρόβλημα που λόγω του συστηματικού χαρακτήρα του, πρέπει να προσεχτεί
ιδιαίτερα. Προφανώς κάτι δεν γίνεται σωστά στα γυμνάσια και στα λύκεια,
που πρέπει να βελτιωθεί.
Η απόρριψη μαθητών που αποφοίτησαν επιτυχώς σε γενικές
εισαγωγικές εξετάσεις ενώ υπάρχουν κενές θέσεις δεν λύνει το
εκπαιδευτικό ζήτημα, αλλά τιμωρεί τους μαθητές για μια παθογένεια για
την οποία δεν είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι.
Το μήνυμα που πρέπει να πάρει μια ευνομούμενη πολιτεία λοιπόν είναι
να βελτιώσει το δευτεροβάθμιο εκπαιδευτικό σύστημα, προσαρμόζοντάς το
στις ανάγκες που τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων υποδεικνύουν.
Η τιμωρία του αποκλεισμού των νέων από τα πανεπιστήμια και η επίρριψη
της ευθύνης σε αυτούς μπορεί να είναι βολική πρόσκαιρα, μακροπρόθεσμα
όμως θα γίνει μπούμεραγκ για το μέλλον της χώρας.
Και τρίτο, πόσο αξιοκρατικό ακούγεται να κόβονται χιλιάδες νέοι στις
εισαγωγικές εξετάσεις όχι επειδή δεν υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις στα
πανεπιστήμια, αλλά ως μη ικανοί να σπουδάσουν και αμέσως μετά, όσοι από
τους απορριφθέντες έχουν την οικονομική δυνατότητα, να γίνονται αυτόματα
ικανοί για σπουδές στα αδιαβάθμητα ανέλεγκτα ιδιωτικά κολέγια, χωρίς
καμία γνωστική προϋπόθεση, καμία εξέταση και προφανώς καμία βάση
εισαγωγής;
Η υποκρισία ξεχειλίζει στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Και μαζί με
αυτήν ξεχειλίζουν και η κοινωνική αδικία και οι ταξικές προθέσεις
της. Και αυτό σήμερα, μετά τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων, το
γνωρίζουν πια χιλιάδες οικογένειες.
Το νεοφιλελεύθερο όραμα μιας Ελλάδας στην οποία επιστήμονες θα
γίνονται μόνον όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα και προέρχονται από
πλούσιες αστικές οικογένειες, ενώ όσοι προέρχονται από φτωχές θα
γίνονται υποχρεωτικά χαμηλόβαθμοι υπάλληλοι και τεχνίτες, υδραυλικοί ή
ψυκτικοί, μας ξαναγυρίζει πίσω στα χρόνια της ψωροκώσταινας.
Από τα οποία αν ξεφύγαμε τις τελευταίες δεκαετίες, το καταφέραμε λόγω
των ισότιμων ευκαιριών στη μόρφωση που έδωσε το άνοιγμα των δημόσιων
πανεπιστημίων. Οδηγώντας σε μια αξιοπρόσεκτη κοινωνική κινητικότητα, με
χιλιάδες φτωχά παιδιά να τους επιτρέπεται να γίνουν σπουδαίοι
επιστήμονες, όσο όμως και σε μια άνοδο του βιοτικού και πολιτισμικού
επιπέδου, πρωτόγνωρη για την Ελλάδα που βγήκε από την κατοχή και τον
εμφύλιο.
Η σοφή ρήση του Νέλσωνα Μαντέλα:
«Η παιδεία είναι το πιο ισχυρό όπλο για να αλλάξεις τον κόσμο»,
στην περίπτωση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και της υπουργού Κεραμέως γίνεται:
«Η παιδεία είναι το πιο ισχυρό όπλο για να ξαναγυρίσεις τον κόσμο πολλές δεκαετίες πίσω»
Θα το επιτρέψουμε;
ε την οργή δεκάδων χιλιάδων οικογενειών που
αντιλαμβάνονται τώρα τι κρύβονταν πίσω από το επικοινωνιακό τέχνασμα της
ΕΒΕ. Τι κρύβονταν δηλαδή πίσω από τα κροκοδείλια δάκρυα για όσους
εισάγονται στα πανεπιστήμια με μέσο όρο βαθμολογίας 2 και 3.
Καθώς σήμερα, εκτός όσων ούτως ή άλλως θα απορρίπτονταν, περί τους
15.000 μαθητές επιπλέον βρίσκονται αποκλεισμένοι από το πανεπιστήμιο,
ενώ υπάρχουν κενές θέσεις στις σχολές επιλογής τους. Την ίδια ώρα, άλλοι
15.000 περίπου υποψήφιοι θα χάσουν το δικαίωμα να εισαχθούν στις σχολές
προτίμησής τους, παρά το γεγονός ότι έχουν πάρει πολύ υψηλή βαθμολογία,
επειδή σε κάποιο από τα μαθήματα δεν πήραν την ΕΒΕ, όπως τεχνητά και
στρεβλά τη διαμόρφωσε το υπουργείο.
Η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής είναι κατ’ ουσία ένας τεχνητός
κόφτης, χωρίς κανένα αντίκρυσμα ούτε στη βελτίωση του εκπαιδευτικού
συστήματος, ούτε και στη διαμόρφωση της μαθησιακής επάρκειας των
υποψηφίων.
Πρώτον γιατί το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια στη χώρας μας δεν
είναι σχεδιασμένο για να διαπιστώνει τις γνώσεις των υποψηφίων σε σχέση
με τις απαιτήσεις των πανεπιστημιακών σχολών. Αντίθετα, λειτουργεί σαν
διαγωνισμός εισαγωγής με γενικά θέματα, για έναν κλειστό και
προαποφασιμένο αριθμό θέσεων και με σειρά επιτυχίας.
Το εξεταστικό σύστημα δηλαδή δεν είναι εξ αρχής προορισμένο για να
διαπιστώνει τη γνωστική επάρκεια των υποψηφίων προκειμένου να μπορούν να
σπουδάσουν στις σχολές προτίμησής τους. Αν ήταν έτσι, οι εξετάσεις θα
έπρεπε να διεξάγονται σε κάθε σχολή χωριστά, με θέματα στοχευμένα και
επεξεργασμένα από τους καθηγητές της, κατά τρόπο ώστε να διαπιστώνεται
αν και κατά πόσο οι υποψήφιοι είναι ικανοί να αντεπεξέλθουν στις
γνωστικές απαιτήσεις κάθε ειδικού επιστημονικού αντικειμένου.
Αυτό όμως, όπως είναι γνωστό, δεν συμβαίνει, χάριν του αδιάβλητου
χαρακτήρα που έχουν οι γενικές εξετάσεις που διενεργεί το υπουργείο
παιδείας, με γενικά θέματα που απευθύνονται σε μια ολόκληρη ομάδα σχολών
με διαφορετικά επιστημονικά πεδία. Η Φυσική, η Χημεία, τα Μαθηματικά, η
Γεωλογία, η Γεωπονική και οι Πολυτεχνικές σχολές, αν και δεν έχουν
κοινά γνωστικά αντικείμενα, εντούτοις, εντάσσονται σε ένα γενικό πεδίο
και εξετάζονται σε κοινά θέματα.
Εφόσον λοιπόν ο σκοπός των εισαγωγικών δεν είναι η διαπίστωση
της γνωστικής επάρκειας των υποψηφίων, αλλά η κατάταξή τους, με σειρά
επιτυχίας, προκειμένου να καταλάβουν τις διαθέσιμες θέσεις στις σχολές, η
εφαρμογή οποιαδήποτε βαθμολογικής βάσης παρέλκει, γιατί αλλοιώνει τον
χαρακτήρα του διαγωνιστικού συστήματος.
Δεύτερον, ακόμη και αν πιστέψουμε την υπουργό που επιμένει στον
αξιοκρατικό χαρακτήρα της ΕΒΕ, ότι δηλαδή αποκλείει εκείνους που δεν
γράφουν καλά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι σε ένα μείζον εκπαιδευτικό ζήτημα.
Στο οποίο η λύση που δίνεται είναι εκτός εκπαιδευτικού συστήματος και
εκτός εκπαιδευτικής λογικής. Αν δηλαδή χιλιάδες μαθητές που ολοκληρώνουν
επιτυχώς τις απολυτήριες εξετάσεις στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση,
αποδεικνύεται ότι δεν είναι ικανοί να πάρουν τη βάση στις εισαγωγικές
εξετάσεις και μένουν εκτός, αν και υπάρχουν κενές θέσεις, αυτό είναι ένα
πρόβλημα που λόγω του συστηματικού χαρακτήρα του, πρέπει να προσεχτεί
ιδιαίτερα. Προφανώς κάτι δεν γίνεται σωστά στα γυμνάσια και στα λύκεια,
που πρέπει να βελτιωθεί.
Η απόρριψη μαθητών που αποφοίτησαν επιτυχώς σε γενικές
εισαγωγικές εξετάσεις ενώ υπάρχουν κενές θέσεις δεν λύνει το
εκπαιδευτικό ζήτημα, αλλά τιμωρεί τους μαθητές για μια παθογένεια για
την οποία δεν είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι.
Το μήνυμα που πρέπει να πάρει μια ευνομούμενη πολιτεία λοιπόν είναι
να βελτιώσει το δευτεροβάθμιο εκπαιδευτικό σύστημα, προσαρμόζοντάς το
στις ανάγκες που τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων υποδεικνύουν.
Η τιμωρία του αποκλεισμού των νέων από τα πανεπιστήμια και η επίρριψη
της ευθύνης σε αυτούς μπορεί να είναι βολική πρόσκαιρα, μακροπρόθεσμα
όμως θα γίνει μπούμεραγκ για το μέλλον της χώρας.
Και τρίτο, πόσο αξιοκρατικό ακούγεται να κόβονται χιλιάδες νέοι στις
εισαγωγικές εξετάσεις όχι επειδή δεν υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις στα
πανεπιστήμια, αλλά ως μη ικανοί να σπουδάσουν και αμέσως μετά, όσοι από
τους απορριφθέντες έχουν την οικονομική δυνατότητα, να γίνονται αυτόματα
ικανοί για σπουδές στα αδιαβάθμητα ανέλεγκτα ιδιωτικά κολέγια, χωρίς
καμία γνωστική προϋπόθεση, καμία εξέταση και προφανώς καμία βάση
εισαγωγής;
Η υποκρισία ξεχειλίζει στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Και μαζί με
αυτήν ξεχειλίζουν και η κοινωνική αδικία και οι ταξικές προθέσεις
της. Και αυτό σήμερα, μετά τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων, το
γνωρίζουν πια χιλιάδες οικογένειες.
Το νεοφιλελεύθερο όραμα μιας Ελλάδας στην οποία επιστήμονες θα
γίνονται μόνον όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα και προέρχονται από
πλούσιες αστικές οικογένειες, ενώ όσοι προέρχονται από φτωχές θα
γίνονται υποχρεωτικά χαμηλόβαθμοι υπάλληλοι και τεχνίτες, υδραυλικοί ή
ψυκτικοί, μας ξαναγυρίζει πίσω στα χρόνια της ψωροκώσταινας.
Από τα οποία αν ξεφύγαμε τις τελευταίες δεκαετίες, το καταφέραμε λόγω
των ισότιμων ευκαιριών στη μόρφωση που έδωσε το άνοιγμα των δημόσιων
πανεπιστημίων. Οδηγώντας σε μια αξιοπρόσεκτη κοινωνική κινητικότητα, με
χιλιάδες φτωχά παιδιά να τους επιτρέπεται να γίνουν σπουδαίοι
επιστήμονες, όσο όμως και σε μια άνοδο του βιοτικού και πολιτισμικού
επιπέδου, πρωτόγνωρη για την Ελλάδα που βγήκε από την κατοχή και τον
εμφύλιο.
Η σοφή ρήση του Νέλσωνα Μαντέλα:
«Η παιδεία είναι το πιο ισχυρό όπλο για να αλλάξεις τον κόσμο»,
στην περίπτωση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και της υπουργού Κεραμέως γίνεται:
«Η παιδεία είναι το πιο ισχυρό όπλο για να ξαναγυρίσεις τον κόσμο πολλές δεκαετίες πίσω»
Θα το επιτρέψουμε;
ΠΗΓΗ left.gr