.Σίσση Μπάρα, Παρίσι
Το πρόβλημα της ανεργίας αποτελούσε πάντα, για ευνόητους λόγους, ξεχωριστό κεφάλαιο στα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων όλων των χωρών. Ειδικότερα, από τα τέλη περίπου της δεκαετίας του 80 οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο διεθνώς. Με την έλευση της τελευταίας κρίσης ο σχολιασμός των μεγεθών και των πολιτικών που σχετίζονται με την απασχόληση έχουν δικαιωματικά κατακτήσει τη θέση τους στα δελτία ειδήσεων και στις ενημερωτικές εκπομπές, ως απάντηση στη μόνιμη πλέον αγωνία κάθε νοικοκυριού. Ωστόσο ο τρόπος διαχείρισης και ανάλυσης της πληροφορίας εμφανίζει μια σειρά από παράδοξα:
Με τη ανάπτυξη της κοινωνικής δημογραφίας και την εφαρμογή της στη στατιστική ο τρόπος κατασκευής και ανάλυσης του κοινωνικού δείγματος γίνεται στη βάση ομαδοποιήσεων και κοινωνικών κατηγοριων με κριτήρια όπως η εκπαίδευση,ο επαγγελματικός κλάδος, η ηλικία, το φύλο, ο χρόνος παραμονής στη κατάσταση του άνεργου κτλπ. Πρόκειται για κριτήρια τα οποία επιλέγονται προκειμένου οι πολιτικές ηγεσίες και τα κόμματα να διαπραγματευτούν αποτελεσματικότερα το πρόβλημα της ανεργίας εισάγοντας καταλληλότερες και πιο στοχευμένες πολιτικές θεραπείας. Ομως αν και γίνεται πολύς λόγος για την ανεργία των νέων, των μεσήληκων ή των μακροχρόνια άνεργων ανδρών, για την ανεργία των γυναικών τηρείται σιγή ιχθύος. Τόσο σε επίπεδο δημόσιου λόγου και μίντια, όσο και πολιτικών που ακολουθούνται στην Ευρώπη συνολικά.
Η κατάσταση αυτή εμφανίζεται παράδοξη δεδομένου ότι δεν υποστηρίζεται απο κανένα εύρημα. Στη πραγματικότητα η ανεργία των γυναικών όλων των ηλικιών είναι σε απόλυτα μεγέθη κατα πολύ μεγαλύτερη απο αυτή των ανδρών. Πρόκειται για φαινόμενο διαχρονικό που ξεπερνά τα όρια της παρούσας κρίσης και τείνει πλέον να έχει μόνιμα χαρακτηριστικά. Πράγματι, με βάση τα στοιχεία της Εurostat για το 2007, η μέση ανεργία στην Ευρώπη στις γυναίκες ήταν8,5% και στους άνδρες 6,7%. Στην Ελλάδα τα αντίστοιχα ποσοστά έφταναν το 13.3% για τις γυναίκες και το 5,4% για τους άνδρες. Σε ότι αφορά τη χώρα μας ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει και στις μισθολογικές διαφορές μεταξυ των δύο φύλων. Αυτές το 2005 άγγιξαν σε βάρος πάντα των γυναικών το 20.7% κατατασσοντας τη χωρα στην 7η κατα σειρά θέση στην κλίμακα διαφυλετικών μισθολογικών ανισοτήτων. (μετά την Τσεχία την Εσθονία τη Αυστρία τη Κύπρο τη Ολλανδία και τη Βρετανία.)
Η τεράστια απόκλιση του 20% και πλέον δεν αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο. Αναλυτικότερες μελέτες της Εurostat που συγκρίνουν τις μισθολογικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα ανα ηλικία, με βάση τα χρόνια εργασίας, ανά επαγγελματικό κλάδο και μορφωτικό επίπεδο, επιβεβαιώνουν τη παραπάνω τάση. Ετσι για το 2002 με κριτήριο την ηλικία διαπιστώνουμε ότι όσο μεγαλύτερες είναι οι γυναίκες τόσο περισσότερο αυξάνεται η ανισότητα σε βάρος τους, με αποκορύφωμα τις γυναίκες μεταξύ 50 και 60 ετών που αμοίβονται με μόλις το 61% του ανδρικού μισθού, για το ίδιο επαγγελματικό πόστο. Με κριτήριο την προϋπηρεσια, βλέπουμε ότι η μισθολογική ανισσότητα αυξάνεται επίσης κι αυτη με τα χρόνια εργασίας. Με βάση τον επαγγελματικό κλάδο θα πρέπει να σημειωθεί το εξης παράδοξο: ενώ στις ηλικίες των 30 μέ 34 ετων το 27.5% των γυναικών κάνει ανώτατες σπουδές σε αντιδιαστολή με τους άνδρες όπου το αντίστοιχο ποσοστό ειναι χαμηλότερο (23,3%) στις ανώτατες διευθυντικές θέσεις, η μισθολογική ανισσότητα ειναι μεγάλη, και διαμορφώνεται στο 23.5%. Η τάση αυτη επιβεβαιώνεται και όταν σύγκρυνουμε τους μισθούς με βαση το μορφωτικό επίπεδο, όπου βλέπουμε ότι η μεγαλύτερη μισθολογική ανισσότητα (των 30.3%) παρουσιάζεται σε θέσεις με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Εκέι δηλαδή που διαπρέπουν οι γυναίκες. Επομένως πολύ πριν τη κρίση και με εξαίρεση τους παράνομους μετανάστες και μετανάστριες, οι γυναίκες στην Ελλάδα αποτελούσαν και αποτελούν κοινωνικό και οικονομικό περιθώριο. Πρωταθλητριες στην ανεργία και τη φτώχια, αλλα και ως εργαζόμενες, όσα χρόνια κι αν δουλεψουν, όσο κι αν σπουδάσουν δεν κατορθώνουν ποτέ να αποκτήσουν ίση μισθολογική μεταχείριση. Δυστυχώς αντίστοιχες μισθολογικές ανισσότητες παρατηρούμε την ίδια περίοδο και στη Γαλλία αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Με την έλευση της κρίσης το 2008, η η τάση μοιάζει να αντιστρέφεται προς στιγμή. Αυτό συμβαίνει γιατί έπληξε κυρίως τη βιομηχανία, ένα κλάδο δηλαδή που απασχολεί στο σύνολο του, περισσότερους άνδρες. Όμως απο το 2010 μέχρι σήμερα η αναλογία των ποσοστών αλλάζει ξανά, με τις γυναίκες να πρωτοστατούν και πάλι στην ανεργία.Συγκεκριμένα, με βάση τα τελευταία στοιχεία της Εurostat του Νοεμβρίου του 2011 το επίπεδο ανεργίας των γυναικών στην ευρωζώνη αγγίζει τα 10.6% ενώ των ανδρών το 10%. Η διαφορά σε βάρος των γυναικών αυξάνεται στις χώρες που πλήττονται περισσότερο απο τη κρίση χρέους, όπως η Πορτογαλία όπου φτάνει τις 0,7 μονάδες βάσης ή η Ιταλία που ξεπερναει τις 1,2 μονάδες σε μέση συνολική ανεργία 9.8%. Στην Ελλάδα μπορούμε πλεον να μιλάμε για υπερανεργία των γυναικών εφόσον η διαφορά σε βάρος τους φτάνει τις 6.6 μονάδες βάσης!
Σε ότι αφορά την ανεργία των νέων των κάτω των 25 ετών, αυτη αγγίζει το 48,9% στην Ισπανία και το 45,1% στην Ελλάδα. Παρότι πρόκειται πραγματικά για ποσοστά ρεκορ οι αναλυτές ωστόσο παραλείπουν να μας πουν ότι η ανεργία των νέων γυναικων στην Ελλάδα στις ηλικίες των κάτω των 25 ετων κυμαίνεται στο 52,3%, δηλαδή 12,9 μονάδες βάσης περισσότερες απο τους άνδρες συνομίληκους τους. Στη Γαλλία η υπερανεργία των γυναικών ειναι στις 3,1 μονάδες με ποσοστό γυναικειας ανεργίας 25.9%. Η διαφορά αυτή είναι εξίσου παράδοξη δεδομένου ότι εδώ και πολλά χρόνια τα νεαρά κορίτσια επενδύουν περισσότερο χρόνο και κόπο στην απόκτηση των αναγκαίων διπλώμάτων απο τα αγόρια κάτι που θα έπρεπε να τους εξασφαλίζει ομαλότερη και γρηγορότερη επαγγελματική ένταξη.
Εκτός από τον όρο της υπερανεργίας των γυναικών στην Ευρώπη, στη Γαλλία μπορούμε πλέον να μιλάμε ανοιχτά και για υποβάθμιση του προβλήματος. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε εξετάζοντας τις πολιτικές επαγγελματικής αποκατάστασης που κατά καιρούς υιοθετούνται. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, όλα τα προγράμματα καταπολέμησης της ανεργίας αφορούν κυρίως τους νέους και τους μεσήλικες άνδρες. Όπως παρατηρεί η Margaret Maruani ερευνήτρια κοινωνιολόγος στο Εθνικό ίδρυμα ερευνών της Γαλλίας CNRS « εδώ και 15 χρόνια η κοινωνία εμφανίζεται ιδιαίτερα ανεκτική απέναντι στη γυναικεία ανεργία που αντιμετωπίζεται ως λιγότερο σοβαρή από αυτήν των ανδρών ». Μια τέτοια κοινωνική αντίληψη όμως θέτει σε αμφισβήτηση το ίδιο το δικαίωμα στην εργασία για τις γυναίκες.
Η κοινωνική συνενοχή απέναντι στην υπερανεργία των γυναικών έχει ακόμη μεγαλύτερες συνέπειες αν αναλογιστούμε ότι τόσο η κρίση όσο και τα προγ/τα λιτότητας για την αντιμετώπιση της στρέφονται κυρίως εναντίον των γυναικών. Πέρα απο την ανεργία, οι γυναίκες επιπλέον υπερεκπροσωπούνται στα επαγγελματα μερικής απασχόλησης. Εχουν υποστείεπομένως τραγικές μειώσεις τόσο στη διάρκεια του χρόνου εργασίας,όσο και στις αμοιβές τους. Η συγκεκριμένη μορφή ανεργίας,εκείνη που προκύπτει δηλαδή απο τη μείωση του χρόνου εργασίας δεν καταγράφεται και επομένως η πραγματική εργασιακή κατάσταση των γυναικών αποκρύπτεται. Εξετάζοντας τη θέση των γυναικών ανά οικονομικό τομέα τα συμπεράσματα παραμένουν απογοητευτικά. Στη δημόσια διοίκηση στις χώρες της Ευρώπης οι μειώσεις μισθών και προσωπικού θίγουν αναποφευκτα περισσότερο τις γυναίκες εφόσον πρόκειται για κλάδο όπου πλειοψηφικά απασχολούνται γυναίκες. Παντού στη Ευρώπη οι γυναίκες είναι τα πρώτα θύματα της εργασιακής ανασφάλειας και της υπομισθολόγισης.
Το 2010 το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο -καθόλου τυχαία- είχε προειδοποιήσει το Ευρωπαϊκό συμβούλιο και την επιτροπή ότι « η κρίση έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στις γυναίκες, οι οποίες είναι περισσότερο εκτεθειμένες στην εργασιακή επισφάλεια και στις απολύσεις και λιγότερο προστατευμένες απο τα συστηματα κοινωνικής ασφάλισης ». Ο χρόνος δυστυχώς δικαιώνει τη παραπάνω πρόβλεψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου