πηγή: TVXS
«Ελλιπείς, περιστασιακές και αποσπασματικές» χαρακτηρίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες εφαρμόζονται στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιδιώχθηκε με τη μείωση του κόστους εργασίας. Επιπλέον επισημαίνει την πρωτοφανή ύφεση, τη δραματική αύξηση της ανεργίας και των κοινωνικών ανισοτήτων αλλά και την εκτόξευση του δημόσιου χρέους. Μεταξύ άλλων η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού κάνει λόγο για «υπερφορολόγηση» των Ελλήνων πολιτών ενώ εκφράζει επιφυλάξεις ως τα οφέλη της επιστροφής της χώρας στις αγορές εφόσον αυτή επιτευχθεί το 2014. Σύμφωνα με την 3μηνιαίας έκθεση (Οκτ - Δεκ 2013) του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής η δημοσιονομική προσαρμογή χαρακτηρίζεται μεν από σημαντική πρόοδο, ωστόσο δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
«Η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει αισθητά, να μηδενίσει ή και να μετατρέψει σε πλεονάσματα όλα τα ελλείμματα που είχε και πριν από την κρίση, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζει πλέον τις χειρότερες δημοσιονομικές επιδόσεις στην Ευρωζώνη», παρατηρεί η επιστημονική επιτροπή του Γραφείου. Ωστόσο, συμπληρώνει ότι δημιουργήθηκε πρωτοφανής ύφεση, αυξήθηκε δραματικά η ανεργία, διογκώθηκαν οι κοινωνικές ανισότητες, εκτοξεύτηκε το δημόσιο χρέος και υποχώρησε η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα.
«Ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιδιώχθηκε σχεδόν αποκλειστικά μέσω των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και κυρίως με τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας ενώ αγνοήθηκε (ή δεν επιδιώχθηκε επιτυχώς) η ταυτόχρονη μεταρρύθμιση στην αγορά αγαθών. Έτσι οι τιμές δεν έπεσαν επαρκώς, ένα μικρό μέρος της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας διαβρώθηκε από την ανατίμηση του ευρώ και το βιοτικό επίπεδο των καταναλωτών μειώθηκε δραματικά» τονίζεται στην έκθεση.
Όπως σημειώνει η επιστημονική επιτροπή η αναντιστοιχία στον τομέα των μεταρρυθμίσεων σε σχέση με τον δημοσιονομικό τομέα δημιουργούσε μεν εικόνα σταθεροποίησης της οικονομίας αλλά εξασθένισε τις προοπτικές για ανάκαμψη ενώ παράλληλα διεύρυνε τις κοινωνικές ανισότητες και διόγκωσε την ανεργία σε πρωτοφανή ύψη. Κάνει μάλιστα λόγο για άνιση κατανομή του κόστους της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Σε ότι αφορά τη διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων στην έκθεση σημειώνεται ότι οι φτωχότεροι έλληνες ήταν κατά μέσο όρο 56,5% πιο φτωχοί το 2012 σε σύγκριση με όσους βρίσκονταν σε ανέχεια το 2009. «Το συμπέρασμα της ανισοκατανομής της ύφεσης και της λιτότητας, ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την εκτίμηση ότι το πλουσιότερο 20% των Ελλήνων είναι σήμερα ακόμη πιο πλούσιο από το φτωχότερο 20%».
Επιπλέον σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, οι φορολογικοί συντελεστές, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις, είναι υψηλότεροι από το μέσο όρο των χωρών τόσο της ΕΕ όσο και της Ευρωζώνης. Ειδικότερα, γίνεται σύγκριση των φορολογικών συντελεστών με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους ως εξής: «Ο ΦΠΑ διαμορφώνεται στο 23% έναντι 21,5% στην Ε.Ε. και 20,5% στην Ευρωζώνη. Ο ανώτερος συντελεστής φόρου εισοδήματος για τα φυσικά πρόσωπα στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 46% έναντι 39,5% στην Ε.Ε. και 44,5% στην Ευρωζώνη, ενώ ο ανώτερος συντελεστής φόρου για τα νομικά πρόσωπα στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 26% (έναντι 21,8% στην Ε.Ε. και 25,9% στην Ευρωζώνη».
Κίνδυνοι άμεσης εξόδου στις αγορές
Τέλος αναφορικά με την επιδιωκόμενη άμεση έξοδο στις αγορές για νέα δάνεια, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής παρατηρεί ότι «έχει μεν κάποια λογική, πλην όμως θα επιβαρύνει τη δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα χρόνια», καθώς τα επιτόκια θα είναι πολύ υψηλότερα από εκείνα που θα μπορούσε να εξασφαλίσει το ελληνικό δημόσιο μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθεροποίησης (ΕΜΣ). Σημειώνει δε πως ο δανεισμός από τις αγορές συνδέεται με μικρότερη περίοδο ωρίμανσης και αυτό συνεπάγεται βραχυχρόνια αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες δεδομένου ότι δεν προβλέπεται να υπάρξει και περίοδος χάριτος.
«Ελλιπείς, περιστασιακές και αποσπασματικές» χαρακτηρίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες εφαρμόζονται στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιδιώχθηκε με τη μείωση του κόστους εργασίας. Επιπλέον επισημαίνει την πρωτοφανή ύφεση, τη δραματική αύξηση της ανεργίας και των κοινωνικών ανισοτήτων αλλά και την εκτόξευση του δημόσιου χρέους. Μεταξύ άλλων η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού κάνει λόγο για «υπερφορολόγηση» των Ελλήνων πολιτών ενώ εκφράζει επιφυλάξεις ως τα οφέλη της επιστροφής της χώρας στις αγορές εφόσον αυτή επιτευχθεί το 2014. Σύμφωνα με την 3μηνιαίας έκθεση (Οκτ - Δεκ 2013) του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής η δημοσιονομική προσαρμογή χαρακτηρίζεται μεν από σημαντική πρόοδο, ωστόσο δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
«Η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει αισθητά, να μηδενίσει ή και να μετατρέψει σε πλεονάσματα όλα τα ελλείμματα που είχε και πριν από την κρίση, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζει πλέον τις χειρότερες δημοσιονομικές επιδόσεις στην Ευρωζώνη», παρατηρεί η επιστημονική επιτροπή του Γραφείου. Ωστόσο, συμπληρώνει ότι δημιουργήθηκε πρωτοφανής ύφεση, αυξήθηκε δραματικά η ανεργία, διογκώθηκαν οι κοινωνικές ανισότητες, εκτοξεύτηκε το δημόσιο χρέος και υποχώρησε η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα.
«Ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιδιώχθηκε σχεδόν αποκλειστικά μέσω των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και κυρίως με τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας ενώ αγνοήθηκε (ή δεν επιδιώχθηκε επιτυχώς) η ταυτόχρονη μεταρρύθμιση στην αγορά αγαθών. Έτσι οι τιμές δεν έπεσαν επαρκώς, ένα μικρό μέρος της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας διαβρώθηκε από την ανατίμηση του ευρώ και το βιοτικό επίπεδο των καταναλωτών μειώθηκε δραματικά» τονίζεται στην έκθεση.
Όπως σημειώνει η επιστημονική επιτροπή η αναντιστοιχία στον τομέα των μεταρρυθμίσεων σε σχέση με τον δημοσιονομικό τομέα δημιουργούσε μεν εικόνα σταθεροποίησης της οικονομίας αλλά εξασθένισε τις προοπτικές για ανάκαμψη ενώ παράλληλα διεύρυνε τις κοινωνικές ανισότητες και διόγκωσε την ανεργία σε πρωτοφανή ύψη. Κάνει μάλιστα λόγο για άνιση κατανομή του κόστους της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Σε ότι αφορά τη διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων στην έκθεση σημειώνεται ότι οι φτωχότεροι έλληνες ήταν κατά μέσο όρο 56,5% πιο φτωχοί το 2012 σε σύγκριση με όσους βρίσκονταν σε ανέχεια το 2009. «Το συμπέρασμα της ανισοκατανομής της ύφεσης και της λιτότητας, ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την εκτίμηση ότι το πλουσιότερο 20% των Ελλήνων είναι σήμερα ακόμη πιο πλούσιο από το φτωχότερο 20%».
Επιπλέον σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, οι φορολογικοί συντελεστές, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις, είναι υψηλότεροι από το μέσο όρο των χωρών τόσο της ΕΕ όσο και της Ευρωζώνης. Ειδικότερα, γίνεται σύγκριση των φορολογικών συντελεστών με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους ως εξής: «Ο ΦΠΑ διαμορφώνεται στο 23% έναντι 21,5% στην Ε.Ε. και 20,5% στην Ευρωζώνη. Ο ανώτερος συντελεστής φόρου εισοδήματος για τα φυσικά πρόσωπα στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 46% έναντι 39,5% στην Ε.Ε. και 44,5% στην Ευρωζώνη, ενώ ο ανώτερος συντελεστής φόρου για τα νομικά πρόσωπα στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 26% (έναντι 21,8% στην Ε.Ε. και 25,9% στην Ευρωζώνη».
Κίνδυνοι άμεσης εξόδου στις αγορές
Τέλος αναφορικά με την επιδιωκόμενη άμεση έξοδο στις αγορές για νέα δάνεια, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής παρατηρεί ότι «έχει μεν κάποια λογική, πλην όμως θα επιβαρύνει τη δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα χρόνια», καθώς τα επιτόκια θα είναι πολύ υψηλότερα από εκείνα που θα μπορούσε να εξασφαλίσει το ελληνικό δημόσιο μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθεροποίησης (ΕΜΣ). Σημειώνει δε πως ο δανεισμός από τις αγορές συνδέεται με μικρότερη περίοδο ωρίμανσης και αυτό συνεπάγεται βραχυχρόνια αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες δεδομένου ότι δεν προβλέπεται να υπάρξει και περίοδος χάριτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου