πηγή: TVXS
του Νίκου Χατζηγιαννάκη
Χρόνια τώρα σ’ έβλεπα να χουχουλιάζεις στη βολή σου, με κλειδωμένα κουτάκια στο κεφάλι σου.
Να περιπλανιέσαι σαν ιδιώτης στο δημόσιο χώρο.
Να βαδίζεις μακάριος, κορδωμένος κι αυτάρεσκος, φουσκωμένος σα διάνος απ’ τη ντόπα της κατανάλωσης.
Να περιφέρεσαι ξένοιαστος πανηγυρτζής κι αδιόρθωτος ζαμανφουτίστας.
Να σε τσακίζει η πλήξη κι η βαρεμάρα που σου φόρεσαν και συ να μην το χαμπαριάζεις.
Να ζεις και ν’ ανασαίνεις από συνήθειο.
Είχαν φροντίσει να σε δασκαλέψουν οι επιτήδειοι.
Μακριά από τη βρώμα της πολιτικής, σου έλεγαν.
Όχι στα κόμματα που σε τραβάν απ’ το μανίκι.
Όλοι το ίδιο είναι, κοίταξε την πάρτι σου.
Ζήσε το μύθο σου.
Άκου, βλέπε, μη μιλάς.
Και συ τους έκανες το χατίρι.
Αφήνοντας τους ανενόχλητους να καταβροχθίζουν κουτάλες πετιμέζι.
Επιτρέποντας να σε μαγαρίζουν με περιττώματα κυνισμού και απληστίας.
Σιχτιρίζοντας τη ξύλινη γλώσσα των πολιτικών αλλά αφήνοντας πάμπτωχη τη δική σου. Απολαμβάνοντας το μεθύσι της αναρρίχησης σου.
Μετρώντας και ξαναμετρώντας τα υλικά σου αποκτήματα με ή χωρίς φεσώματα.
Νομίζοντας πως δε λερώνεις τα χέρια σου, πως δεν παζαρεύεις την αυτονομία σου.
Φυσικά κάθε τέσσερα χρόνια παρίστανες τον πολίτη.
Καταπίνοντας το ψευτοτσαμπουκά σου.
Τρέχοντας πίσω απ’ το κοπάδι να γλείψεις εκεί που έφτυνες.
Ψηφίζοντας με περίσσια ελαφρότητα, όπως διαλέγεις νούμερα στο προποτζίδικο της γειτονιάς σου.
Φτάνοντας στη γελοιότητα να κοκορεύεσαι παραμονή των εκλογών πως είσαι ακόμα αναποφάσιστος.
Κι όταν έφτανες μπροστά στο παραβάν, πρασινογάλαζα αποφάσιζες, όπως τα φερέφωνα σε πρόσταζαν.
Που να μπερδεύεσαι με τη γκάμα των χρωμάτων και τις αποχρώσεις;
Πολιτική ήταν για σένα το σπορ για δύο, το ντέρμπυ δυο γιγάντων που πρέσβευαν τάχα το φως και το σκοτάδι.
Εξιτάριζες τζογάροντας μια το ένα μια το άλλο, μπας και βρεθείς κοντά στο νικητή.
Όχι τίποτα, να κρατάμε και πισινή. Ξεπερνούσε τη λογική σου να τιμάς άλλα κόμματα, να πηγαίνεις κόντρα στο «ρεύμα». Αδιανόητο να καταχωρείσαι εσύ ο ξερόλας και καπάτσος στους χαμένους.
Άλλωστε στο είχε σφυρίξει και ο πρωθυπουργός της ισχυρής Ελλάδας, ο Σημίτης «Τα μικρά κόμματα δεν έχουν λόγο ύπαρξης».
Ποιος να στο πει πως «οι άνθρωποι ακολουθούν την πλειοψηφία όχι γιατί έχει δίκιο αλλά γιατί έχει τη δύναμη ΜΠ. ΠΑΣΚΑΛ»;
Πως ουσία της δημοκρατίας είναι η ανάγκη ν’ ακούγεται κι η πιο περιθωριακή άποψη;
Εγώ απ’ τη μεριά μου, η χαμένη σου συνείδηση, δεν σ’άφησα αβοήθητο τα χρόνια της παραζάλης σου.
Προσπάθησα , είναι αλήθεια, πολλές φορές να κουβεντιάσω μαζί σου.
Σε καλούσα να ξεφύγεις λίγο απ’ το λούστρο της επιφάνειας.
Να κοιτάζεις τον κόσμο και με τα μάτια των διπλανών σου.
Να γονατίζεις με συντριβή μπρος στον ανθρώπινο πόνο όπου γης.
Να φροντίζεις σαν τα μάτια σου το μεγάλο κοινό μας σπίτι, την πατρίδα μας.
Να αρχίσεις να τρέφεσαι με μεγάλες ιδέες και νοήματα.
Να δώσεις χώρο στα πράγματα που γεμίζουν τη ψυχή κι όχι την κοιλιά και το παραφουσκωμένο εγώ σου.
Μα συ με απόπαιρνες.
Ούτε μύγα στο σπαθί σου.
Δεν ήθελες, έλεγες, παρτίδες με θλιμμένους και γκρινιάρηδες, με γραφικούς και κολλημένους, με απροσάρμοστους και ρομαντικούς, με ψευτοπροφήτες και βαρετούς κουλτουριάρηδες.
Δεν ήθελες να θαμπώνουν τα είδωλα σου, ν’ανασκαλεύουν τις σιγουριές σου.
Ώσπου έφτασε το σωτήριο έτος 2010 με τα μνημόνια και τις ανατροπές στη ζωή σου.
Και πως αντέδρασες τότε;
Ένοιωσες μήπως ένα αδύναμο πιόνι στα σιδερένια χέρια εξουσιαστών;
Πως δεν ορίζεις μόνος σου την τύχη σου;
Πως είσαι αλυσοδεμένος σ’ αυτό που ξόρκιζες και περιφρονούσες, της πολιτική και τους πολιτικούς;
Μπήκες στον κόπο να αναστοχαστείς, να ξεβουλώσεις τα αφτιά σου, να μελετήσεις τι, ποιος, πως, γιατί;
Ίσως να το’θελες μα δεν μπορούσες.
Είχες ξεμείνει από εργαλεία σκέψης
Αρχικά λειτούργησες κουτοπόνηρα σαν γνήσιος εαυτούλης.
Έλα μωρέ, που θα πάει, θα την σκαπουλάρω , άντε να με πάρει ξώφαλτσα η κρίση.
Ύστερα σκέφτηκες μπόρα είναι θα περάσει.
Όταν άρχισαν να σε ζώνουν τα φίδια έγινες βλοσυρός και νευρικός.
Και μόλις η φωτιά πήδηξε τον αυλόγυρο σου έγινες ανήμερο θεριό.
Ο καταπιεσμένος μικροαστισμός σου «επαναστάτησε», βγάζοντας το άχτι «στους 300 αλήτες» και «στα λαμόγια που τα φάγανε». Ήταν όμως αργά, μετά τόσα χρόνια νάρκωσης, να καταλάβεις τι συνέβαινε γύρω σου.
Κάποια στιγμή σε είδα και στο Σύνταγμα με τους «αγανακτισμένους».
Να βγαίνεις πρώτη φορά απ το κουκούλι σου.
Ασύνταχτο, μπερδεμένο, ξεμοναχιασμένο, προσπαθώντας παράφωνα να ταιριάξεις τη φωνή σου με τη φωνή άλλων.
Σε είδα να στέκεσαι πότε ανέκφραστος, πότε μουντζώνοντας και βρίζοντας αδιάκριτα. Γιουχάροντας τα συνδικάτα που διαδήλωναν και για σένα, γιατί στο σφύριξε ο πλανευτής σου η τηλεόραση. Παριστάνοντας τον ανεξάρτητο αντί να διαλέξεις όχθη μέσα στη κοσμοχαλασιά που ζούσες. Ξεσπώντας επί δικαίων και αδίκων.
Ουρλιάζοντας «έξω τα κόμματα από δω» σα νάσουν πανέτοιμος, τρομάρα σου, να πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου, να αυτοκυβερνηθείς.
Δυστυχώς ήταν και πάλι αργά να ψυχανεμιστείς πως ο δρόμος έχει τη δική του ιστορία, πως η συλλογική πάλη γεννά συνειδήσεις.
Τη σκέψη σου δεν κινούσε πια η λογική μα η άδεια τσέπη και το σφιγμένο ζωνάρι σου.
Ώσπου δάκρυσαν τα μάτια σου από τα χημικά.
Και τότε πήρες το κουφάρι σου και γύρισες στη ζεστασιά του καναπέ, βυθισμένος στη κατάθλιψη, το φόβο και τη μοιρολατρία.
Πραγματικά, καλέ μου άνθρωπε, ήθελα να ξέρω.
Πως σκέφτεσαι ν’ αλλάξεις τη μοίρα σου;
Περιμένοντας απ’ τους άλλους αυτό που δεν τολμάς εσύ;
Φαντασιώνοντας εξεγέρσεις απ’ τον καναπέ σου;
Αποδίδοντας δικαιοσύνη στα λαϊκά δικαστήρια των καφενείων;
Χώνοντας στην άμμο το κεφάλι να μη βλέπεις τη μαυρίλα που σε ζώνει;
Πλευρίζοντας τα κουτσαβάκια του μίσους και του σκοταδισμού;
Δανείζοντας τη ζωή σου στους «ειδικούς» και «τεχνοκράτες»;
Παραδίνοντας το μέλλον σου στους μεσάζοντες πολιτικούς και τους νταβατζήδες «ιδεών»; Καταστρέφοντας το παλιό χωρίς τη σφραγίδα σου στον ερχομό του καινούργιου;
Αναπέμποντας προσευχές και ικεσίες στους ουρανούς;
Ψάχνοντας αγέρωχουτς «σωτήρες» να σου κρατάνε το χεράκι;
Ανεβάζοντας ηγεσίες χωρίς την καυτή σου ανάσα πάνω τους;
Ζητώντας καινούργια παραμύθια να ξανακοιμηθείς;
Μένοντας τελικά ίδιος κι’ απαράλλαχτος, φυλακισμένος στα κουσούρια σου;
Ε λοιπόν θα στο πω εγώ, αν δεν τόχεις ακόμα καταλάβει. Τη χώρα σου την ευλογημένη, φάρο της ανθρωπότητας , κατάντησαν άπονες εξουσίες ένα μισοσβησμένο κερί.
Πείθοντας σε πως είναι παρίας και ψωροκώσταινα.
Τούτη την ώρα χρειάζεται ηλεκτροσόκ απ τον ίδιο το λαό της.
Για ν’ αλλάξει όμως ο τόπος πρέπει πρώτα ν’ αλλάξεις εσύ.
Να ωριμάσεις απότομα, να πετάξεις το ζουρλομανδύα που άθελα σου σε φάσκιωσαν.
Να ξαναγαπήσεις την πατρίδα σου για να στο ανταποδώσει.
Να ξεφύγεις απ’ την καταστροφική λογική χάνεις-κερδίζω, αφανίζεσαι-υπάρχω, πεθαίνεις-ζω. Ν’ ανακαλύψεις μέσα στο συλλογικό όνειρο μια αστείρευτη πηγή ευ ζην.
Ν’ αρνηθείς το μιμητισμό και παπαγαλισμό που ατροφούν την κρίση σου.
Να σκύψεις πάνω στην Ιστορία για να μη μείνεις σκυφτός.
Να ψυλλιαστείς πως οι μονόδρομοι και οι νομοτέλειες είναι οι συντομότεροι δρόμοι στην κόλαση.
Να διαλύεις τις αμφιβολίες σου, γεννώντας καινούργιες.
Να υπερασπίζεσαι την αλήθεια σου, μόνο αν δούλεψες σκληρά να την καταχτήσεις.
Να πάψεις να βλέπεις εχθρό το διπλανό σου, μόνος αντίπαλος είναι ο υπεύθυνος της μίζερης κι ανιαρής ζωής σου.
Να γονατίζεις ντροπιασμένος κι ένοχος μπροστά στον αδύναμο και καταφρονεμένο.
Να κάνεις εφιάλτη σου τη θέα του άστεγου γείτονα, του άσιτου παιδιού, του απελπισμένου αυτόχειρα, του απροστάτευτου γέροντα.
Αν όλα αυτά τα πράξεις, αν δηλαδή περάσεις από το ανεξήγητο στο εξηγήσιμο, αν ελευθερώσεις τον Άνθρωπο που καταχώνιασες μέσα σου, τότε θα σου δείξει τα θέλγητρα η πραγματική πολιτική, όχι το σκιάχτρο της που ανεχόσουν και στήριζες μέχρι σήμερα.
Γιατί εδώ βρίσκεται το κομβικό σημείο, ο γόρδιος δεσμός συνάμα και η μεγάλη πλάνη σου. Πίστεψες πως μπορείς ομαλά να πορεύεσαι, χρησιμοποιώντας την πολιτική σαν περιστασιακή πόρνη.
Και σήμερα το πληρώνεις.
Καιρός τώρα να την ερωτευτείς.
Να πασχίσεις να την καταχτήσεις.
Να γίνει πάθος σου και βίωμα , όπως ο έρωτας.
Να την αλλάξεις και να την ομορφύνεις, όπως ομορφαίνει ο έρωτας τους ανθρώπους.
Διαλέγοντας το ταίρι σου με σύνεση, γνώση, λογισμό και όνειρο.
Μην ακούς τις σειρήνες.
Δεν είναι συνοικέσιο μήτε σύμβαση γάμου ο έρωτας.
Δεν είναι όλοι ίδιοι κι όμοιοι να παίρνουμε απ το σωρό.
Και μη ξεχάσεις, μα το θεό, τρεις μεγάλες αλήθειες που σπάθες θα γίνουν στα χέρια σου να κόψουν τα δεσμά σου.
Ποτέ δεν ήσουν απολίτικος.
Γιατί η απολίτικη στάση είναι βαθιά πολιτική, παίρνοντας το μέρος των ισχυρών.
Γιατί είναι πολιτική κι η πιο ασήμαντη πράξη σου κι ας μη στο δίδαξε κανένας.
Ποτέ δεν ήσουν ανεξάρτητος και αχρωμάτιστος.
Γιατί η πολιτική και η ιδεολογία ορίζει τις αντιλήψεις, τα θέλω σου και την αισθητική σου. Γιατί η πολιτική έχει χρώματα, κάπου κι αρώματα, δεν είναι το ουδέτερο λευκό που βλέπουν τα πειραγμένα ματογυάλια σου.
Και τέλος ποτέ δεν αλλάζει ο κόσμος δίχως τις ιδέες και την πολιτική.
Συγχώρα με γλυκέ μου άνθρωπε που τούτα τα λόγια τα πικρά ξεστόμισα.
Μήτε το δάσκαλο ήθελα να παραστήσω, μήτε τον τιμητή.
Να σε σκουντήξω μοναχά, να σε πικάρω θέλησα τραβώντας το σχοινί , μήπως και γνωριστούμε ή ξανασμίξουμε μετά χρόνια χωρισμού.
Ξέρω καλά, είσαι δημιούργημα μαζί και θύμα μιας εποχής που εξόρισε το μέτρο και την αρμονία και σκότωσε το ψυχισμό σου.
Καιρός τώρα ν’ ανασηκωθείς, να σταθείς στα πόδια σου, να ξαναγεννηθείς εν τέλει.
Ίσα που προλαβαίνεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου