Σάββατο 22 Απριλίου 2017

Αντί μνημοσύνου. Για να καταλάβουν κάποιοι τι ακριβώς είναι χούντα.


«Τέτοια μέρα σαν τότε. Πριν από ακριβώς πενήντα χρόνια. Ώρα 11.45. Βράδυ. Ο πατέρας παίρνει ένα τηλεφώνημα. Από τον φίλο μας κύριο Ρένο Αποστολίδη. “Μέντη, κάτι γίνεται. Δεν ξέρω τι. Κατεβαίνουνε τανκς”. Ο πατέρας πανιάζει. Παίρνει τηλέφωνο αμέσως τον Μίκη. Του λέει τα μαντάτα. Ο Μίκης του λέει να
κλείσει και θα τον πάρει μόλις μάθει κάτι. Περνάει μισή ώρα. Ο πατέρας
είναι σε αναμένα κάρβουνα. Ξανατηλεφωνεί. Το σηκώνει η Μυρτώ η γυναίκα
του Μίκη. Ο Μίκης έφυγε για να κρυφτεί. Ο πατέρας μας φιλάει βιαστικά,
λέει στη μάνα να μας προσέχει και φεύγει. Παίρνει τους δρόμους. Το μόνο
που πήρε μαζί του είναι ένα πουλόβερ. Κρύβεται. Παράνομος. Θα κάνουμε
πέντε μήνες να τον ξαναδούμε. Η μάνα σβήνει τα φώτα. Θα κάνουμε ότι δεν
ξέρουμε τίποτα. Πως κοιμώμασταν. Πως ο πατέρας λείπει ταξίδι.

1.25. Απέξω σταματάει ένα περιπολικό και ένα τζιπ με φαντάρους. Οι
φαντάροι κοπανάνε με τους υποκόπανους την πόρτα. Η μάνα ανάβει τα φώτα
φοράει μια ρόμπα και δήθεν έκπληκτη ρωτάει από το παράθυρο ποιος είναι
και τι γίνεται. “Άνοιξε!” Η μάνα ανοίγει. Ορμάνε όλοι μέσα. Επί κεφαλής ο
 “κύριος” Κόρακας υπεύθυνος Ασφαλείας του Β Αστυνομικού τμήματος. Παλιός μας γνωστός. Τουλάχιστον μια δυο φορές τη βδομάδα μας επισκεπτόταν για  “υποθέσεις” του μπαμπά. “Που είναι;” “Ποιός;” “O άντρας σου!” “Λείπει!” Ο επί κεφαλής δεν πείθεται. Της ρίχνει ένα χαστούκι και με μιά σπρωξιά  την σωριάζει στο χωλ. Ο μικρός μου αδερφός, αψίκορος, θέλει να μουντάρει να τον δαγκώσει στο λαρύγγι. Η μάνα κάνει απεγνωσμένα νοήματα να μη δώσουμε συνέχεια. Τον μικρό τον κρατάω πίσω μου με νύχια και δόντια. Τον πιάνουνε τα κλάματα από τη λύσσα του.

Αρχίζουνε την έρευνα. Ψάχνουν κάτω από τα κρεβάτια, τις ντουλάπες, την
κουζίνα, το πατάρι, την αυλή, αναποδογυρίζουν τα στρώματα, ξυλώνουν τα
συρτάρια, πετάνε όλα τα ρούχα χάμω. Ανοίγουν ως και το καπάκι της
τουαλέτας μήπως κρύβεται κάτω από εκεί. Αυτοί οι κομμουνιστές είναι
ικανοί για όλα. Το σπίτι έχει γίνει λες και το βομβαρδίσανε.

Ζητάνε από τη μάνα ένα σεντόνι. Το στρώνουνε στο χωλ. Μπροστά στη
βιβλιοθήκη. Ρίχνουν επάνω του ότι τους φαίνεται ύποπτο. Η αλληλογραφία
του πατέρα με τη μάνα, τον Ηλία Ηλιού, με τον λόρδο Μπέρτραντ Ράσσελ, με
 τον Οππενχάϊμερ, τον δήμαρχο του Ναγκασάκι και τους φίλους του κοίτεται
 τσαλακωμένη σαν ψόφιο ζώο. Ότι έχει σλάβικο όνομα, ή όνομα κομμουνιστή
πέφτει στο σεντόνι. Τολστόϊ, Ντοστογιέφσκι, Τσβάϊχ, Βασίλιεφ, Τσέχωφ,
Γκόγκολ, Γκόργκι, Λερμόντωφ, Πούσκιν, Τουργκένιεφ, Πάστερνακ, Μαρξ,
Έγκελς, Λένιν, Πλεχάνοφ, Λουνατσάρσκι, Βάρναλης, Ρίτσος, Λειβαδίτης,
Χριστοδούλου, Αγγουλές, επιθεωρήσεις Τέχνης, Δρόμοι της Ειρήνης,
εφημερίδες, περιοδικά, μπροσούρες, Αριστοφάνης, ακόμα και ο Επιτάφιος
του Περικλή, σχηματίζουν ένα βουνό. Η βιβλιοθήκη αδειάζει. Σειρά
παίρνουν οι δίσκοι του πατέρα. Στραβίνσκι, Τσαϊκόφσκι, Σοστακόβιτς,
Προκόφιεφ, Ρίμσκι Κορσακόφ, Ραχμάνινοφ, Θεοδωράκης, πατιώνται από
άρβυλα. Δένουνε τον τεράστιο μπόγο και βάζουνε την μάνα να τον σύρει
έξω.
Είναι πειστήρια ενοχής.
Μας απαγορεύουν να την βοηθήσουμε. Στο γραφείο του πατέρα μου είναι τρία τεράστια ντοσιέ φισκαρισμένα με όλο το αρχείο του από τότε που ήταν στην Σχολή Καλών Τεχνών. Προσχέδια, γυμνά, ημιτελείς πίνακες, μελέτες, σκίτσα. Δουλειά τριάντα χρόνων. Τα κατάσχουν.
Δεν τα ξαναείδαμε ποτέ.

Φεύγουν. Δυο φαντάροι μένουν έξω από την πόρτα. Φυλάνε τους εχθρούς του
έθνους μην το σκάσουν. Η μάνα πιάνει να συγυρίζει. Βοηθάμε. Χαράματα
πιά, ξαπλώνουμε αγκαλιασμένοι οι τρεις μας στο κρεβάτι των γονιών μου. Η
 μάνα κλαίει σιωπηλά. Ξεκίνησε το μακρύ μας ταξίδι μέσα στη νύχτα.

Υ.Γ. Γίνανε πολλά άλλα και άσχημα ύστερα από εκείνη τη νύχτα. Ένα
τελευταίο. Όταν έγινε η μεταπολίτευση, ήρθε ένας ασφαλίτης και είπε στον
 πατέρα πως για μια καλή τιμή, …του πουλάει το αρχείο του…»

Πηγή: Απο Kostas Vostantzoglou (Γιος του Μποστ)
άπο:  www.kar.org.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: