του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Βρισκόμαστε όλοι υπό το κράτος της απορίας. Πώς γίνεται η χώρα που ανακάλυψε την «πολιτική», δημιούργησε το επάγγελμα του «πολιτευτή» και εκκόλαψε το παγκοσμίως μοναδικό ρήμα «πολιτεύομαι», πώς γίνεται να αποστρέφει τα βλέμματά της από τη διαχείριση των κοινών; Πώς γίνεται να προτιμά το κόμμα του κανενός; Ποιοι είναι οι λόγοι που εξώθησαν την κατά παράδοση υπερπολιτικοποιημένη αυτή χώρα που εμφάνιζε υψηλότατα ποσοστά συμμετοχής στα πολιτικά τεκταινόμενα να οδηγείται σε μια αποστασιοποίηση που αγγίζει τα όρια της αποστροφής; Πώς εξηγείται ότι εκείνοι που για οποιονδήποτε λόγο αρνούνται, δυσφορούν ή έστω διατηρούν επιφυλάξεις να μετάσχουν στο δημοκρατικό παίγνιο εμφανίζονται περισσότεροι από εκείνους που δείχνουν να επιμένουν ως ενεργοί πολίτες να ασκούν τα δημοκρατικά τους δικαιώματα; Πράγματι, η ρήξη με όλα όσα μέχρι τώρα γνωρίζαμε είναι θεαματική. Και οι ρήξεις πάντα γεννούν νέες λέξεις. Και έτσι είδε το φως, ονομάστηκε και γεννήθηκε το «κόμμα του κανενός».Στην πραγματικότητα βέβαια το φαινόμενο δεν είναι καινοφανές. Σε όλες τις μεγάλες δημοκρατικές χώρες, η αύξουσα αναξιοπιστία του πολιτικού, η προϊούσα ιδιοτέλεια και η ιδιωτικοποίηση των ατομικών σχεδίων και προοπτικών έχουν από καιρό οδηγήσει στην ενίσχυση των αδιάφορων πολιτικών εκείνων κινημάτων που εκφράζονται με τα κόμματα των ερασιτεχνών, ψαράδων, κυνηγών ή φυσιολατρών που πρoτιμούν εκδρομές από την εκλογική «ταλαιπωρία». Στις ΗΠΑ π.χ. τα ποσοστά συμμετοχής στις προεδρικές εκλογές μετά βίας αγγίζουν το 50% των εγγεγραμμένων. Με αυτή την έννοια, το σύνδρομο της αποχής δεν πρέπει να μας εκπλήσσει.
Στις μέρες μας όμως η αποχή δεν εκφράζει πια προσωπικές και μόνον επιλογές, αλλά απηχεί βαθύτερες μεταλλαγές στην πρόσληψη του πολιτικού. Ετσι, η εισβολή του νέου αυτού «ιού» στη χώρα μας δεν είναι παρά το επιφαινόμενο των νέων προτύπων πολιτικής συμπεριφοράς που καλούνται να εναρμονιστούν με μια παγκοσμιοποιημένη πια οικουμένη. Ο εκσυγχρονισμός των «ηθών» ακολουθεί τον εκσυγχρονισμό των δημοκρατικών κοινωνιών και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο κόσμος όλος φαίνεται πια να οδηγείται προς νέες μορφές αυτο-αναπαραγόμενων εξουσιών. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η ουδέτερη λέξη «διακυβέρνηση» τείνει να αντικαταστήσει τις φορτισμένες λέξεις κυβέρνηση και πολιτική. Στο εξής, τα «κοινά» εμφανίζονται ως αντικείμενα μιας απλής «διαχείρισης» ενός συστήματος που οφείλει να αυτορρυθμίζεται με τις ελάχιστες δυνατές εκ των άνω πολιτικές παρεμβάσεις.
Στα πλαίσια αυτά, η δημοκρατία μοιάζει να λειτουργεί ως άλλοθι. Οι καίριες αποφάσεις λαμβάνονται σε κάποιο απροσδιόριστο «αλλού» (π.χ. στις λεγόμενες «αγορές» ή στους κόλπους αδιαφανών υπερεθνικών θεσμών που ούτε εκλέγονται ούτε λογοδοτούν). Από την άποψη αυτή λοιπόν, θα έλεγα ότι το εκλογικό παίγνιο δεν είναι παρά μια θεατρική τελετουργία που στοχεύει στη συνεχή αναβάπτιση μιας κλυδωνιζόμενης εξουσιαστικής νομιμοποίησης. Μια τελετουργία όπου η (προαιρετική) συμμετοχή οργανώνεται έτσι ώστε να παραμένει ατελέσφορη. Είναι γεγονός ότι τα κατεστημένα συμφέροντα υπηρετούνται καλύτερα όταν ο πολιτικός έλεγχος είναι θεατρικός. Τα ηχηρά δάκρυα που χύνονται στο όνομα της μειωμένης συμμετοχής είναι κροκοδείλια. Τι απομένει λοιπόν στους πολίτες; Τι μπορούν να κάνουν εκείνοι που δυσφορούν, υποφέρουν ή εξοργίζονται από το γεγονός ότι νιώθουν ολοένα και πιο απόβλητοι από το σύστημα λήψεως αποφάσεων; Είναι δυνατόν να υπάρξουν προϋποθέσεις για να επανέλθουν στη φαντασίωση της συλλογικής τους αυτοθέσπισης;
Πώς θα μπορέσουν η πολιτική και η δημοκρατία να ανακτήσουν τη χαμένη αυτονομία τους; Και στα πλαίσια αυτά πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί το δικομματικό «δυο-πώλιο» που μέσα από την «εναλλαγή στην εξουσία» των «κομμάτων εξουσίας» διαιωνίζει την ανομολόγητη ουσιαστική εξομοίωση ή προσέγγιση όλων εκείνων που συνυπογράφουν την ανάγκη «ρεαλιστικής συμμόρφωσης» στις έξωθεν προσδιοριζόμενες συνθήκες. Το θατσερικής έμπνευσης σύνδρομο ΤΙΝΑ («Τhere is no alternative»- «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση») συνοψίζει τη διάχυτα πια αποδεκτή «πολιτική ορθότητα» της παραδοχής ότι το πολιτικό δεν δικαιούται να υπάρχει και να δρα παρά μόνον ως ετερόνομο.
Είναι γεγονός ότι υπό τους όρους αυτούς δεν φαίνεται να υπάρχουν πολλές προοπτικές εξόδου από τα δημοκρατικά ελλείμματα και αδιέξοδα. Στο μέτρο που το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα παραμένει συγκροτημένο ως «κλειστό», οι πολίτες δεν έχουν τη δυνατότητα ούτε να «εξέλθουν» ούτε να «αποσυρθούν», ούτε να μετασχηματίζουν τους συνταγματικά κατοχυρωμένους δημοκρατικούς κανονισμούς. Δεν τους μένει παρά η δυνατότητα της «φωνής», της έναρθρης ή και άναρθρης διαμαρτυρίας ενάντια στην καθημερινότητα ενός συστήματος εξουσιών που τους καθυποτάσσει. Οταν λοιπόν η φωνή αυτή βοά εν τη ερήμω, όταν το δικομματικό σύστημα αναπαράγεται αδιατάρακτο και όταν οι λύσεις που προβάλλονται από εκείνους που μπορούν να μετάσχουν στην εναλλαγή στην εξουσία δεν είναι πειστικές τότε η ελπίδα δίνει τη θέση της στην απόγνωση. Από τη στιγμή που η έξοδος είναι αδύνατη, και η φωνή αναποτελεσματική, είναι φυσικό ότι το «κόμμα του κανένα» εμφανίζεται ακάθεκτο στο προσκήνιο.
Το «κόμμα» αυτό όμως δρα εκτός των αντιπροσωπευτικών δημοκρατικών θεσμών και των διαδικασιών όπου λαμβάνονται έγκυρες αποφάσεις. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο μπορεί να υπόκειται σε συνεχείς πρωτεϊκές μεταμορφώσεις. Εξελισσόμενο με μόνο γνώμονα τη δική του ανεξέλεγκτη εσωτερική δυναμική, παραμένει ατιθάσευτο. Ο «κανένας» δεν υπακούει σε κανόνες. Ο πολλαπλασιασμός των αδιάφορων ψαράδων, κυνηγών ή αναχωρητών είναι βέβαια πιθανός. Εξίσου πιθανό όμως και το ενδεχόμενο πολλαπλασιασμού κρουσμάτων ανυπακοής, εκρηκτικής βίας και διάχυτης ανομίας. Και εδώ ακριβώς ίσως να εντοπίζονται τα ιστορικά όρια των εξουσιών που έχουν πια συνηθίσει να επαναπαύονται στη χειραγώγηση των πειθήνιων ή αδιάφορων υπηκόων. Τα εξουθενωμένα και αδρανή «πολιτικά σώματα» μπορεί να βρουν τον δικό τους τρόπο να ξαναγίνουν ενεργά. Ετσι, εις πείσμα ίσως των φαινομένων, η σταθερότητα των συναινετικών δομών εμφανίζεται περισσότερο έωλη από οποτεδήποτε στο παρελθόν. Ισως λοιπόν τα «κόμματα του κανένα» να εμφανίζονται ως οι κατ΄ εξοχήν φορείς της πάντα ελλοχεύουσας πανουργίας της ιστορίας. Το ξέρουμε άλλωστε από την αρχαιότητα. Για να αντιμετωπίσει τον Πολύφημο, ο πολυμήχανος Οδυσσέας εμφανίστηκε ως «Ούτις», δηλαδή ως κανένας.
Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, στις 30/01/2011
Βρισκόμαστε όλοι υπό το κράτος της απορίας. Πώς γίνεται η χώρα που ανακάλυψε την «πολιτική», δημιούργησε το επάγγελμα του «πολιτευτή» και εκκόλαψε το παγκοσμίως μοναδικό ρήμα «πολιτεύομαι», πώς γίνεται να αποστρέφει τα βλέμματά της από τη διαχείριση των κοινών; Πώς γίνεται να προτιμά το κόμμα του κανενός; Ποιοι είναι οι λόγοι που εξώθησαν την κατά παράδοση υπερπολιτικοποιημένη αυτή χώρα που εμφάνιζε υψηλότατα ποσοστά συμμετοχής στα πολιτικά τεκταινόμενα να οδηγείται σε μια αποστασιοποίηση που αγγίζει τα όρια της αποστροφής; Πώς εξηγείται ότι εκείνοι που για οποιονδήποτε λόγο αρνούνται, δυσφορούν ή έστω διατηρούν επιφυλάξεις να μετάσχουν στο δημοκρατικό παίγνιο εμφανίζονται περισσότεροι από εκείνους που δείχνουν να επιμένουν ως ενεργοί πολίτες να ασκούν τα δημοκρατικά τους δικαιώματα; Πράγματι, η ρήξη με όλα όσα μέχρι τώρα γνωρίζαμε είναι θεαματική. Και οι ρήξεις πάντα γεννούν νέες λέξεις. Και έτσι είδε το φως, ονομάστηκε και γεννήθηκε το «κόμμα του κανενός».Στην πραγματικότητα βέβαια το φαινόμενο δεν είναι καινοφανές. Σε όλες τις μεγάλες δημοκρατικές χώρες, η αύξουσα αναξιοπιστία του πολιτικού, η προϊούσα ιδιοτέλεια και η ιδιωτικοποίηση των ατομικών σχεδίων και προοπτικών έχουν από καιρό οδηγήσει στην ενίσχυση των αδιάφορων πολιτικών εκείνων κινημάτων που εκφράζονται με τα κόμματα των ερασιτεχνών, ψαράδων, κυνηγών ή φυσιολατρών που πρoτιμούν εκδρομές από την εκλογική «ταλαιπωρία». Στις ΗΠΑ π.χ. τα ποσοστά συμμετοχής στις προεδρικές εκλογές μετά βίας αγγίζουν το 50% των εγγεγραμμένων. Με αυτή την έννοια, το σύνδρομο της αποχής δεν πρέπει να μας εκπλήσσει.
Στις μέρες μας όμως η αποχή δεν εκφράζει πια προσωπικές και μόνον επιλογές, αλλά απηχεί βαθύτερες μεταλλαγές στην πρόσληψη του πολιτικού. Ετσι, η εισβολή του νέου αυτού «ιού» στη χώρα μας δεν είναι παρά το επιφαινόμενο των νέων προτύπων πολιτικής συμπεριφοράς που καλούνται να εναρμονιστούν με μια παγκοσμιοποιημένη πια οικουμένη. Ο εκσυγχρονισμός των «ηθών» ακολουθεί τον εκσυγχρονισμό των δημοκρατικών κοινωνιών και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο κόσμος όλος φαίνεται πια να οδηγείται προς νέες μορφές αυτο-αναπαραγόμενων εξουσιών. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η ουδέτερη λέξη «διακυβέρνηση» τείνει να αντικαταστήσει τις φορτισμένες λέξεις κυβέρνηση και πολιτική. Στο εξής, τα «κοινά» εμφανίζονται ως αντικείμενα μιας απλής «διαχείρισης» ενός συστήματος που οφείλει να αυτορρυθμίζεται με τις ελάχιστες δυνατές εκ των άνω πολιτικές παρεμβάσεις.
Στα πλαίσια αυτά, η δημοκρατία μοιάζει να λειτουργεί ως άλλοθι. Οι καίριες αποφάσεις λαμβάνονται σε κάποιο απροσδιόριστο «αλλού» (π.χ. στις λεγόμενες «αγορές» ή στους κόλπους αδιαφανών υπερεθνικών θεσμών που ούτε εκλέγονται ούτε λογοδοτούν). Από την άποψη αυτή λοιπόν, θα έλεγα ότι το εκλογικό παίγνιο δεν είναι παρά μια θεατρική τελετουργία που στοχεύει στη συνεχή αναβάπτιση μιας κλυδωνιζόμενης εξουσιαστικής νομιμοποίησης. Μια τελετουργία όπου η (προαιρετική) συμμετοχή οργανώνεται έτσι ώστε να παραμένει ατελέσφορη. Είναι γεγονός ότι τα κατεστημένα συμφέροντα υπηρετούνται καλύτερα όταν ο πολιτικός έλεγχος είναι θεατρικός. Τα ηχηρά δάκρυα που χύνονται στο όνομα της μειωμένης συμμετοχής είναι κροκοδείλια. Τι απομένει λοιπόν στους πολίτες; Τι μπορούν να κάνουν εκείνοι που δυσφορούν, υποφέρουν ή εξοργίζονται από το γεγονός ότι νιώθουν ολοένα και πιο απόβλητοι από το σύστημα λήψεως αποφάσεων; Είναι δυνατόν να υπάρξουν προϋποθέσεις για να επανέλθουν στη φαντασίωση της συλλογικής τους αυτοθέσπισης;
Πώς θα μπορέσουν η πολιτική και η δημοκρατία να ανακτήσουν τη χαμένη αυτονομία τους; Και στα πλαίσια αυτά πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί το δικομματικό «δυο-πώλιο» που μέσα από την «εναλλαγή στην εξουσία» των «κομμάτων εξουσίας» διαιωνίζει την ανομολόγητη ουσιαστική εξομοίωση ή προσέγγιση όλων εκείνων που συνυπογράφουν την ανάγκη «ρεαλιστικής συμμόρφωσης» στις έξωθεν προσδιοριζόμενες συνθήκες. Το θατσερικής έμπνευσης σύνδρομο ΤΙΝΑ («Τhere is no alternative»- «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση») συνοψίζει τη διάχυτα πια αποδεκτή «πολιτική ορθότητα» της παραδοχής ότι το πολιτικό δεν δικαιούται να υπάρχει και να δρα παρά μόνον ως ετερόνομο.
Είναι γεγονός ότι υπό τους όρους αυτούς δεν φαίνεται να υπάρχουν πολλές προοπτικές εξόδου από τα δημοκρατικά ελλείμματα και αδιέξοδα. Στο μέτρο που το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα παραμένει συγκροτημένο ως «κλειστό», οι πολίτες δεν έχουν τη δυνατότητα ούτε να «εξέλθουν» ούτε να «αποσυρθούν», ούτε να μετασχηματίζουν τους συνταγματικά κατοχυρωμένους δημοκρατικούς κανονισμούς. Δεν τους μένει παρά η δυνατότητα της «φωνής», της έναρθρης ή και άναρθρης διαμαρτυρίας ενάντια στην καθημερινότητα ενός συστήματος εξουσιών που τους καθυποτάσσει. Οταν λοιπόν η φωνή αυτή βοά εν τη ερήμω, όταν το δικομματικό σύστημα αναπαράγεται αδιατάρακτο και όταν οι λύσεις που προβάλλονται από εκείνους που μπορούν να μετάσχουν στην εναλλαγή στην εξουσία δεν είναι πειστικές τότε η ελπίδα δίνει τη θέση της στην απόγνωση. Από τη στιγμή που η έξοδος είναι αδύνατη, και η φωνή αναποτελεσματική, είναι φυσικό ότι το «κόμμα του κανένα» εμφανίζεται ακάθεκτο στο προσκήνιο.
Το «κόμμα» αυτό όμως δρα εκτός των αντιπροσωπευτικών δημοκρατικών θεσμών και των διαδικασιών όπου λαμβάνονται έγκυρες αποφάσεις. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο μπορεί να υπόκειται σε συνεχείς πρωτεϊκές μεταμορφώσεις. Εξελισσόμενο με μόνο γνώμονα τη δική του ανεξέλεγκτη εσωτερική δυναμική, παραμένει ατιθάσευτο. Ο «κανένας» δεν υπακούει σε κανόνες. Ο πολλαπλασιασμός των αδιάφορων ψαράδων, κυνηγών ή αναχωρητών είναι βέβαια πιθανός. Εξίσου πιθανό όμως και το ενδεχόμενο πολλαπλασιασμού κρουσμάτων ανυπακοής, εκρηκτικής βίας και διάχυτης ανομίας. Και εδώ ακριβώς ίσως να εντοπίζονται τα ιστορικά όρια των εξουσιών που έχουν πια συνηθίσει να επαναπαύονται στη χειραγώγηση των πειθήνιων ή αδιάφορων υπηκόων. Τα εξουθενωμένα και αδρανή «πολιτικά σώματα» μπορεί να βρουν τον δικό τους τρόπο να ξαναγίνουν ενεργά. Ετσι, εις πείσμα ίσως των φαινομένων, η σταθερότητα των συναινετικών δομών εμφανίζεται περισσότερο έωλη από οποτεδήποτε στο παρελθόν. Ισως λοιπόν τα «κόμματα του κανένα» να εμφανίζονται ως οι κατ΄ εξοχήν φορείς της πάντα ελλοχεύουσας πανουργίας της ιστορίας. Το ξέρουμε άλλωστε από την αρχαιότητα. Για να αντιμετωπίσει τον Πολύφημο, ο πολυμήχανος Οδυσσέας εμφανίστηκε ως «Ούτις», δηλαδή ως κανένας.
Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, στις 30/01/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου