Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΑΘΕΟΥ

της Σάνιας Μωραίτου

Παραμονή Χριστουγέννων. Έβλεπε από το παράθυρο, τους τελευταίους νοικοκυραίους να γυρίζουν βιαστικά στα σπίτια τους, φορτωμένοι σακούλες του σούπερ μάρκετ. Είχε ήδη φάει το λιτό βραδινό του και σε λίγο θα ξάπλωνε για ύπνο, παρέα με το αγαπημένο του βιβλίο. Η κολόνα στη γωνία έστελνε εδώ και μέρες΄ένα περίεργο ροζέ φως, λόγω  αιθαλομίχλης,  είπαν στο ραδιόφωνο.

Ακόμη μια χρονιά θα περνούσε μόνος του τις γιορτές. Όχι από ανάγκη, αλλά από επιλογή. Τον είχε κουράσει λόγω και της δουλειάς του η πολλή συνάφεια με τον κόσμο, άσε που ως άθεος δεν πίστευε στο νόημα των γιορτών. "Τι είναι η καλή διάθεση", σκέφτηκε, "μηχανάκι, να πατήσεις το κουμπί Γιορτή και να πάρει μπρος"; Ένα παιδί πριν χιλιάδες χρόνια, κυνηγημένο από την κοιλιά της μάνας του, γεννήθηκε σε μιαν σπηλιά, με μοίρα προδιαγεγραμμένη, να σταυρωθεί από τους ομοίους του, αθώος, στα τριάντα τρία του μόλις χρόνια. Η ίδια η ιστορία μόνον θλίψη του προκαλούσε και θυμό, όχι χαρά όπως καμώνονται πως νοιώθουν οι άλλοι.

 Έβαλε ένα ποτήρι κρασί και μπήκε στο φβ. Για παραμονή Χριστουγέννων ήταν πάρα πολλοί, όσοι αντάλλασσαν ευχές, άγνωστοι στην ουσία μεταξύ τους, ξορκίζοντας την μοναξιά τους. Πάλι καλά που είναι κι αυτό σκέφτηκε, να παρηγοριούνται όσοι δεν αντέχουν την παρέα, δεν τα έχουν βρει, με τον εαυτό τους.

Ξαναγέμισε το ποτήρι του κι ασυναίσθητα, πάτησε το κουμπί του ραδιοφώνου. Πλημμύρισε το δωμάτιο με παιδικές φωνές που τραγουδούσαν την Άγια Νύχτα. Ακούμπησε το μέτωπο στο τζάμι, σαν όνειρο πέρασαν μπροστά από τα μάτια του τα μακρινά Χριστούγεννα της παιδικής του ηλικίας. Τότε, που βρέξει χιονίσει, έπρεπε ξημερώματα να πάει υποχρεωτικά, όλη η οικογένεια στην εκκλησία. Ίσως για αυτό μεγαλώνοντας έγινε άθεος, από αντίδραση στον καταναγκασμό. Να κι ο παππούς ο Σταύρος, πρωί - πρωί της παραμονής, μάζευε και τα έξι εγγόνια του, για να τους αγοράσει παπούτσια. Μαύρα λουστρινένια παπούτσια, με οριζόντιο λουράκι για τα κορίτσια και σκαρπίνια για τα αγόρια. Μόνη του έννοια να είναι γερά, για να κρατήσουν έναν ολόκληρο χρόνο. Για αυτό και πριν τα βάλλουν στα ποδαράκια τους, έλεγε στον τσαγκάρη να τους καρφώσει πεταλάκια, στη μύτη, το τακούνι και το πλαϊνά. Ακόμη ηχεί τραυματικά στ΄ αυτιά του το τάκα - τάκα που ξεκούφανε τον κόσμο, σαν ανέβαιναν όλα μαζί το λιθόστρωτο για το σπίτι.

Ξαναγέμισε το ποτήρι του, άλλαξε σταθμό και η φωνή του Σινάτρα τον έκανε να χαμογελάσει. Περίεργο πράγμα, απόψε το δωμάτιο του φαινόταν πιο μικρό και το ταβάνι σαν να χαμήλωσε επικίνδυνα. Τι έχω πάθει σκέφτηκε, εγώ είμαι άθεος, μια νύχτα είναι, όπως όλες οι άλλες. Έξω η κίνηση είχε αραιώσει. Απέναντι στο κούφωμα της κίτρινης πολυκατοικίας, ένας άστεγος, έστρωνε τα χαρτόκουτα για να περάσει τη νύχτα του. Μάτωσε η καρδιά του. Στον μεγάλο καθρέφτη, πήρε το μάτι του, μια μικρή χάρτινη εικονίτσα του Χριστού που είχε κολλήσει η μάνα του, πριν χρόνια και δεν πέταξε  από σεβασμό στην μνήμη της. "Καλός είσαι κι εσύ " σκέφτηκε, "Αν υπάρχεις, γιατί επιτρέπεις τόση δυστυχία";

Ο άστεγος είχε κουκουλωθεί πια, έμοιαζε με μια πελώρια μαύρη κηλίδα, κάτω από τα στολισμένα μπαλκόνια. Ένα ρίγος έτρεξε στην ραχοκοκαλιά του. Κοίταξε το θερμόμετρο, είκοσι οκτώ βαθμοί. "Μας πως γίνεται" αναρωτήθηκε "να κρυώνω; " Πήρε το μπουκάλι, να ξαναβάλει κρασί, άδειο. "Παρά  ήπια" σκέφτηκε, "δεν πάω καθόλου καλά!" Ετοιμάστηκε να ξαπλώσει μα αντί να βγάλει τα ρούχα του, φόρεσε το παλτό και κατέβηκε στον δρόμο. Πλησίασε τον άστεγο και τον σκούντησε ελαφρά. Πετάχτηκε ο δυστυχής, αλαφιασμένος, δεν είχε συνηθίσει ακόμη, παρά τους μήνες που πέρασε στον δρόμο, τον τρόμο της νύχτας. "Καλησπέρα" του είπε. "Δεν έρχεσαι επάνω, να μην περάσω κι εγώ την παραμονή, μόνος μου; Χάρη θα μου κάνεις"  Ο άνθρωπος, τον κοίταξε με απορία. "Είσαι σίγουρος;" " Ναι σου λέω, απέναντι μένω. Μην φοβάσαι. Σήμερα εσύ, αύριο εγώ. Πάμε σου λέω!"
Μείνανε ως αργά να συζητούν. Ο καινούριος φίλος του, ο Μανώλης, καθαρός, ξυρισμένος και χορτάτος, του έσφιξε τα χέρια με ευγνωμοσύνη, πριν ξαπλώσει στο κρεβάτι της μακαρίτισσας της μάνας του.

Ξάπλωσε κι ίδιος ανάλαφρος σαν παιδί. Πριν σβήσει το φως έπεσε η ματιά του στο εικονισματάκι. Ο Χριστός χαμογελαστός του ψιθύρισε: " Άνθρωπος ήμουν κι εγώ, που αγαπούσα τους ανθρώπους".
"Δεν πρέπει να ξαναπιώ τόσο" συλλογίστηκε πριν τον πάρει ο ύπνος για τα καλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: