πηγη: ΕΠΟΧΗ
Της
Ροσάνα Ροσάντα
Τον Ιούλιο, όταν επιδεινώθηκε η ελληνική κρίση, ρώτησα κάποιους πατέρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αν υπήρξε και ποιο ήταν το λάθος στο υπό τριγμό πλέον οικοδόμημα της Ε.Ε. Μέσω των σάιτ Sbilanciamoci και Opendemocracy άρχισε μια συζήτηση που σύντομα μετατοπίστηκε από το «γιατί» στο «τι να κάνουμε για να μην επιδεινωθεί η κατάσταση». Σ’ αυτή τη συζήτηση υπήρξε πολύτιμη συνεισφορά πολλών οικονομολόγων και κοινωνιολόγων, και θα δημοσιευθεί εξ ολοκλήρου ως ebook.
Στο πλαίσιο αυτό ήρθαν αντιμέτωπες κάποιες φωνές, ενδιαφέρουσες κατά τα άλλα, που πρότειναν την έξοδο από το ευρώ των χωρών που βρίσκονται σε μεγαλύτερη δυσκολία, με πρώτη την Ελλάδα, ενώ η πλειοψηφία συζήτησε για το πώς θα διατηρηθεί το ευρώ και η Ε.Ε., δίνοντάς της μια νέα κατεύθυνση. Συμμερίζομαι αυτές τις διορθωτικές υποθέσεις, που εξέθεσε ο Μάριο Πιάντα στο Μανιφέστο της 6ης Νοεμβρίου. Όμως ποιες πολιτικές δυνάμεις θα τις προχωρήσουν;
Η δύσκολη γέννα της Ευρώπης
Η Ευρώπη γεννήθηκε άσχημα. Μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία, που ήταν ένα αντιφασιστικό ιδεώδες λίγων ατόμων, θα γινόταν πιο δυνατή με τη νίκη ενάντια στο ναζισμό και στο φασισμό: η φρίκη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου θα ανάγκαζε επιτέλους την πολεμοχαρή ήπειρο να οδεύσει προς μια συνεχή ειρήνη, προικίζοντάς την με κάποιες ομοσπονδιακές δομές. Κι έμοιαζε αυτονόητο ότι μια εξελιγμένη κοινωνική δημοκρατία θα ήταν η φύση της και ο σκοπός της.
Η Ευρώπη δεν υπήρξε μόνο η μητέρα της σύγχρονης πολιτικής σκέψης, που θα διαχεόταν στη Δύση, αλλά και η μοναδική ήπειρος που προχώρησε σε βάθος το κομβικό ζήτημα που είχε μείνει άλυτο από το 1789, της ισότητας και της ελευθερίας, επιλύοντάς το μέσα από την αναγκαιότητα να υπάρξει εγγύτητα στις συνθήκες ζωής των πολιτών, για να μπορέσουν πραγματικά να ασκήσουν τα δικαιώματα ελευθερίας που τους είχαν υποσχεθεί.
Αυτό ήταν το κοινωνικό ζήτημα, το οποίο έγινε εκρηκτικό μεταξύ 19ου και 20ού αιώνα. Αυτό παρήγε ένα ισχυρό εργατικό κίνημα θεμελιωμένο πάνω στην αναγκαιότητα ενός τρόπου παραγωγής διαφορετικού από τον καπιταλισμό, βασισμένου στην κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής (γης και κεφαλαίων). Πάνω σ’ αυτό, έπειτα από τις μεγάλες εξεγέρσεις του 1848, σχηματίστηκαν στα τέλη του αιώνα τα σοσιαλιστικά ρεύματα, η Πρώτη και η Δεύτερη Διεθνής και το 1917 έγινε στη Ρωσία η κομμουνιστική επανάσταση της Τρίτης Διεθνούς, δημιουργώντας την Ένωση των Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών.
Το γεγονός ότι το κομβικό ζήτημα ήταν κοινωνικό το αναγνώριζε και στις ΗΠΑ ο πρόεδρος Ρούσβελτ, αντιδρώντας στην κρίση του 1929 με μια ισχυρή δημόσια διορθωτική παρέμβαση, το New Deal. Και το επιβεβαίωσε η βίαιη αντίδραση των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων -που είχαν αναπτυχθεί με τον φιλελευθερισμό- όχι μόνο με την προσπάθειά τους να μπλοκάρουν τη νεαρή σοβιετική επανάσταση, αλλά με το να οδηγηθούν, πρώτα με το φασισμό στην Ιταλία, έπειτα με το ναζισμό στη Γερμανία, καθώς και στη δεκαετία του τριάντα στην Ελλάδα και στην Ισπανία, σε ακραίες μορφές δεξιάς αντίδρασης, ανεξέλεγκτες μέχρι του σημείου να φθάσουν στη θεωρία των «υπάνθρωπων» εβραϊκών και τσιγγάνικων φυλών και στην εξολόθρευσή τους. Χρειάστηκε να γίνει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος για να νικήσει η συμμαχία μεταξύ ΕΣΣΔ και δημοκρατικής δύσης, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, καταστρέφοντας το Γ΄ Ράιχ.
Έλευση Κέινς και συμβιβασμός
κεφαλαίου και εργασίας
Μερικά χρόνια πριν, το 1938, ο φιλελεύθερος Μέιναρντ Κέινς στοχαζόταν ήδη, όμοια με τον Ρούσβελτ, τις καταστροφές που προέρχονταν από ένα σύστημα εξ ολοκλήρου ανατεθειμένο στην αγορά, και αντέτασσε τόσο στον σοβιετικό Οκτώβρη, όσο και στη φασιστική και ναζιστική αντίδραση, έναν συμβιβασμό μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, ο οποίος, αναγνωρίζοντας τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των δύο πλευρών, στόχευε στο να ορίσει μια κάποια ισορροπία δυνάμεων σε μια σχέση διαπραγμάτευσης εγγυημένη από το κράτος. Και πράγματι, μετά από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο κεϊνσιανισμός ήταν αυτός που έθεσε τη σφραγίδα του στα συντάγματα και στις πολιτικές ευρωπαϊκής ανοικοδόμησης, με τη διεύρυνση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και με έναν αυξανόμενο ρόλο των θεσμών κοινωνικής πρόνοιας.
Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι το χαρακτηριστικό μιας ενωμένης Ευρώπης θα ήταν μια εξελιγμένη κοινωνική δημοκρατία. Μα αυτή η υπόθεση δεν τύχαινε της εύνοιας των Ηνωμένων Πολιτειών μετά το θάνατο του Ρούσβελτ, ούτε του ανατολικού σοσιαλιστικού στρατοπέδου, που φοβόταν την εξασθένηση των κομμουνιστικών κομμάτων, και είχε τους λόγους του να μην εμπιστεύεται τις σοσιαλδημοκρατίες, οι οποίες καταρχήν θα έπρεπε να την προωθούν. Η στρατιωτική όψη που απέκτησε η σύγκρουση ανάμεσα στους δύο σχηματισμούς επισκίασε τη σκληρή κοινωνική σύγκρουση που συνέβαινε στη δυτική Ευρώπη μεταξύ των κυβερνήσεων και της αριστεράς του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Τα πρώτα προσχέδια ενός ευρωπαϊκού συντονισμού, η Κοινότητα του άνθρακα και του χάλυβα και οι στρατιωτικές προσπάθειες της ευρωπαϊκής Κοινότητας για την άμυνα και μετά της Δυτικής Ευρωπαϊκής Ένωσης, έφεραν τη σφραγίδα της ηγεμονίας της δεξιάς. Ο φόβος ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου, και μάλιστα πυρηνικού, έγινε κεντρικό ζήτημα στις σχέσεις ανατολής-δύσης.
Το εξαίσιο βραχυκύκλωμα του 1968
έφερε το λάβαρο του Φον Χάγιεκ
Όμως, ένα βραχυκύκλωμα συνένωσε στη δεκαετία του εξήντα το αμερικανικό κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα και ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ με τα –φαινομενικά ή πραγματικά- «νέα σύνορα» των Κένεντι, και ο σεισμός που προκλήθηκε στην καθολική εκκλησία από τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο συνοδεύτηκε από μια ριζοσπαστικοποιημένη ανάκαμψη των εργατικών αγώνων. Επρόκειτο για ρωγμές που ανοίγονταν πάνω σε εδάφη που διαχωρίζονταν με το ίδιο πρόσημο: το 1968, με τον απόηχο των μεγάλων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων και την εξάπλωση στους δρόμους μορφωμένων νεανικών μαζών γεμάτων αυτοπεποίθηση, θα αποτελούσε τη νέα ροή λάβας που θα ξεχυνόταν στους κόλπους της ανήσυχης Ευρώπης, παρόμοια με το 1848.
Νέα, συνταρακτική, και, μέχρι στιγμής, τελευταία. Οι συντηρητικές δυνάμεις αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο περισσότερο απ’ όσο την κατανοούν και αντιλαμβάνονται τις δυνατότητές της οι αριστερές δυνάμεις. Αυτό που τις χώριζε από το ‘68 ήταν η ελευθεριακή του φύση. Το πολύ-πολύ να μη δεχόταν επιθέσεις, όπως συνέβαινε στην Ιταλία. Η φωτιά του 1968, που είχε ανάψει σε όλες τις πρωτεύουσες ήταν ύποπτη για τα κομμουνιστικά κόμματα και για τα συνδικάτα, αλλά, καθώς συνεχιζόταν στην επόμενη δεκαετία μόνο στην Ιταλία, προκάλεσε συναγερμό στη συντήρηση. Τη δεκαετία του ‘70 ξεκινάει η αντεπίθεση της Τριμερούς (1973), σχηματίζεται η ακροδεξιά πλειοψηφία του Ρόναλντ Ρέιγκαν στις ΗΠΑ, τα Chicago Boys του Μίλτον Φρίντμαν αλωνίζουν σε όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, στη Μεγάλη Βρετανία κερδίζει η Μάργκαρετ Θάτσερ και ακολουθεί το New Labour του Τόνι Μπλερ. Είναι πλέον ορατή η διάλυση πρώτα της ηγεμονίας και στη συνέχεια της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης, που επικυρώνεται από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και από την άδοξη πανωλεθρία των κομμουνιστικών κομμάτων που έχουν απομείνει στην Ευρώπη. Η Κίνα του Μάο άλλαξε ήδη ορίζοντες και η Κούβα περνάει από τη μια κρίση στην άλλη.
Η ενδόρρηξη του ανατολικού στρατοπέδου το 1989 αναχαίτισε απότομα αυτό που απόμενε – και δεν ήταν λίγο – από τις ευρωπαϊκές κοινωνικές κατακτήσεις, που είχαν αυξηθεί τη δεκαετία του εξήντα. Με το ψυχομαχητό και το θάνατο του κομμουνισμού, ο εχθρός που απέμενε να νικηθεί ήταν οι κεϊνσιανές θεωρίες. Μιλώντας για «βρόχια», από τα οποία ο ζήλος των κεφαλαίων απαιτούσε να απαλλαγεί, εννοούσαν κάθε ρύθμιση εκ μέρους του κράτους, ενώ η δημόσια δαπάνη καταγγελλόταν ως αιτία του δημόσιου χρέους. Στο φιλελευθερισμό δεν παραδόθηκε μόνο η ιστορική αριστερά, υπό το πλήγμα της αποτυχίας της ΕΣΣΔ, αλλά και μεγάλο μέρος της άκρας αριστεράς που είχε γοητευθεί από το σύνθημα «λιγότερο κράτος, περισσότερη αγορά». Εν ολίγοις, το λάβαρο του φον Χάγιεκ ανέμιζε και πάλι στην ήπειρό μας.
Η οικοδόμηση της ΕΕ έγινε
στο έδαφος του νικητή
Στην αρχή της δεκαετίας του ’90, αυτή είναι η κυρίαρχη τάση στην Ευρώπη που οικοδομεί την Ένωσή της, που δίνει νέα ώθηση στην ενιαία αγορά και σχεδιάζει το ευρώ. Στη βάση της πολιτικής της ευρωπαϊκής ενότητας δεν απέμενε παρά μια ξεθωριασμένη αντιφασιστική ταυτότητα με εθνικά χρώματα: η φτωχή συζήτηση για τις ευρωπαϊκές «ρίζες» (ελληνορωμαϊκές ή γαλλογερμανικές, χριστιανικές ή εβραϊκές) ήταν η απόδειξη της παρακμής της φιλοδοξίας για τη μελλοντική φυσιογνωμία της ηπείρου.
Μέσα στο συγκεχυμένο τέλος του 20ού αιώνα και με την πεποίθηση ότι η ενότητα της ηπείρου θα ήταν πιο ταχεία εάν αποφεύγαμε να ξεμπλέξουμε τους κόμπους, προχωρήσαμε λοιπόν σε μια ενοποίηση του νομίσματος σε χώρες με διαφορετική οικονομική και πολιτική δομή, με διαφορετική κοινωνική σύνθεση, νομοθεσία και κουλτούρα. Το Σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, που θέσπιζε τους κανόνες, θα υποχρέωνε, με την αντικειμενικότητα των νόμων της οικονομίας, να ομογενοποιηθούν αργά οι δομές και οι θεσμοί των μεμονωμένων κρατών, χωρίς να τα εξαναγκάσει να εκχωρήσουν άμεσα την κυριαρχία τους. Η Ευρώπη γεννήθηκε επομένως μόνο ως κοινό νόμισμα, με τις συνακόλουθες νομισματικές πολιτικές ανατεθειμένες στην ηγεσία της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία είχε από την αρχή ως μοναδικό της σκοπό τη συγκράτηση του πληθωρισμού, έχοντας παραιτηθεί από κάθε πιθανότητα τροφοδότησης της ανάπτυξης. Γι’ αυτό θα φρόντιζε το αόρατο χέρι και η λογική της αγοράς.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που γεννήθηκε με τις έξη χώρες της Κοινότητας, θα διευρυνόταν σταδιακά μέχρι τις 27 της σημερινής Ένωσης, εξασθενώντας αντί να ενισχυθεί, εξαιτίας των δυσκολιών των χωρών της περιφέρειας. Την εκπροσωπούσε ένα κοινοβούλιο χωρίς εξουσίες, αφού οι πραγματικές εξουσίες ανήκαν στην Κομισιόν και οι επίσημες στο ευρωπαϊκό Συμβούλιο και σε έναν πρόεδρό του. Δεν επρόκειτο για μια ομοσπονδία, γιατί τα μεμονωμένα κράτη, αρχίζοντας από τα ιδρυτικά, δεν ήταν διατεθειμένα να μεταβιβάσουν στην Κοινότητα τις εξουσίες τους, εκτός από το να κόβουν νόμισμα.
Αυτή ήταν και αυτή έμεινε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η υπόθεση ότι το ενιαίο νόμισμα θα οδηγούσε από μόνο του σε έναν εναρμονισμό των οικονομικών και φορολογικών πολιτικών δεν επαληθεύτηκε.
Η στενωπός του ενιαίου νομίσματος
Είχε διατυπωθεί επίσης η ευχή ότι η ΕΕ «θα μιλούσε με μια φωνή στη διεθνή σκηνή», αλλά ούτε κι αυτό συνέβη. Κάθε κράτος διατηρούσε τα δικά του χαρακτηριστικά και τους δικούς του νόμους εκτός από κάποια θέματα αρχής, για τα οποία είμαστε πολύ περήφανοι, όπως η απαγόρευση της θανατικής ποινής. Υπήρξε ένας κάποιος συντονισμός, ιδίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ανάμεσα στις αστυνομίες έπειτα από πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών. Θεσπίστηκε ένα Δικαστήριο αρκετά συντηρητικό. Οι υπουργοί οικονομικών συναντιούνται περιοδικά στο Ecofin.
Επομένως οι διάφορες χώρες έμειναν, ουσιαστικά, στην κατάσταση εκκίνησης, η καθεμία να αναπτύσσεται και να συρρικνώνεται μόνη της, έχοντας επιπλέον τη στενωπό ενός ενιαίου νομίσματος που εμποδίζει τη διόρθωση των δημοσιονομικών μέσα από υποτιμήσεις. Η ανάπτυξη έγινε δυσκολότερη και σε κάθε στενότητα της κρίσης προβάλλουν ξανά εθνικιστικές βλέψεις, ακόμη και ξενοφοβικές, που όντως σήμερα είναι πολύ διαδεδομένες. Η διεύρυνση του πρώην ανατολικού μπλοκ, εκτός Ρωσίας, με την ένταξη εθνών με μειωμένη οικονομική σταθερότητα και αναστατωμένων από την ανατροπή ενός πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, περιέπλεξε το πλαίσιο, και ανάγκασε την ΕΕ να έχει ένα διπλό καθεστώς: όλοι συμμετέχουν, αλλά κάποιοι είναι εκτός ευρώ, για αντίθετους λόγους: η Μεγάλη Βρετανία για να μην αφήσει τη στερλίνα, η ανατολική Ευρώπη επειδή δεν είναι ακόμη σε θέση να σταθεί στο επίπεδό του ευρώ. Η Γερμανία δοκίμασε πάνω στο πετσί της τη δυσκολία τού να ξαναενώνεις μια χώρα μέσα από την οποία πέρασαν τα σύνορα μεταξύ ανατολής και δύσης, ενοποιώντας δύο οικονομικούς ιστούς με εντελώς διαφορετική ισχύ και δύο μεταπολεμικές γενιές εκπαιδευμένες με αντίθετες κατευθύνσεις.
Οι εργατικές τάξεις
στον ανταγωνισμό του κόστους
Η φιλελεύθερη επιλογή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αφήσει πλήρη ελευθερία κίνησης σε κεφάλαια, ανθρώπους και εμπορεύματα άνοιξε τα εθνικά σύνορα, καθώς και τα σύνορα της ηπείρου σε ένα πήγαινε-έλα εξαγωγών και επενδύσεων που εξασθένησε τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Αυτή η επιλογή απαγόρευε στις κυβερνήσεις και στην Κομισιόν να επεξεργαστούν μια γραμμή οικονομικής πολιτικής, κι εξέθετε έτσι τις εργατικές τάξεις της Ευρώπης, που είχαν κατακτήσει τα καλύτερα ημερομίσθια και τους καλύτερους εργατικούς νόμους, στον ανταγωνισμό του ελάχιστου κόστους και της έλλειψης δικαιωμάτων των εργατικών χεριών του πρώην ανατολικού μπλοκ και των ασιατικών χωρών. Η ικανότητα μετατροπής μεγάλου τμήματος της ζωντανής εργασίας σε τεχνολογία, αντί να εξοικονομεί χρόνο στο εργατικό δυναμικό, πολλαπλασίαζε την παραγωγικότητα και μείωνε το αριθμητικό μέγεθος και τη διαπραγματευτική ισχύ της εργασίας. Είναι φανερή στις κυβερνήσεις της κεντροδεξιάς, που αντικατέστησαν τους σοσιαλιστές και την κεντροαριστερά στη δεκαετία του ‘90, η πρόθεση να κάνουν τα ευρωπαϊκά ημερομίσθια να πλησιάσουν το επίπεδο των παγκοσμίων.
Η δύναμη που είχαν αποκτήσει στη μεταπολεμική περίοδο τα συνδικάτα και οι εθνικές συμβάσεις βρίσκεται κάτω από ακατάπαυστα πυρά, κι όταν κάποιοι τομείς, όπως οι εργάτες μετάλλου στην Ιταλία, αντιστέκονται, οι κυβερνήσεις πασχίζουν στο όνομα της απορρύθμισης, να κάνουν τις συμφωνίες μεταξύ των μερών να χάσουν δύναμη, εισάγοντας ένα πλήθος διαφορετικών συμβάσεων, το αποκορύφωμα των οποίων συνίσταται σε μια μάζα επισφαλώς εργαζομένων χωρίς συμβάσεις. Πρόκειται για έναν κατακερματισμό της δύναμης των μισθωτών και για μια μείωση της δύναμης των συνδικάτων, τα οποία, εκτός των άλλων, έχουν διαμορφωθεί σε εθνικό επίπεδο και τείνουν να διατηρούν τα μέτρια περιθώρια που έχουν επιτύχει εντός των εθνικών συνόρων, αντί να οργανωθούν για μια προοπτική σε επίπεδο ηπείρου.
Στην κρίση της πολιτικής αριστεράς προστίθεται η απουσία μιας ευρωπαϊκής εκπροσώπησης της εργασίας. Και μια ογκώδης ιδεολογική εκστρατεία σύμφωνα με την οποία η υπέρβαση του φορντικού εργοστασίου -με τη διεύθυνση στους πάνω ορόφους και τη μάζα εργατικών χεριών που μπαινόβγαινε από την καγκελόφραχτη πύλη- μας πασάρεται ως «τέλος του εργάτη», ακριβώς τη στιγμή που η παγκοσμιοποίηση αυξάνει ένα διάχυτο και ανοργάνωτο προλεταριάτο.
Από την πλευρά της η ιδιοκτησία ενώνεται ή χωρίζει μέσα από συγχωνεύσεις ή μεταβιβάσεις που πάνε πέρα από τα εθνικά σύνορα, μεταβάλλοντας στο μάξιμουμ τις σχέσεις σε αφηρημένες, απροσπέλαστη τη φυσιογνωμία του «αφεντικού», κατακερματίζοντας το εργατικό δυναμικό και τις συμβάσεις του μέσα από εξωτερικές αναθέσεις, ενώ η ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων ωθεί τους ισχυρότερους ξένους ομίλους να κάνουν επιδρομές στο know how κάθε κράτους, εκτός από το να μεταφέρουν την παραγωγή εκεί όπου η εργασία έχει το χαμηλότερο κόστος.
Η μετατόπιση των κεφαλαίων
στη χρηματοοικονομική σφαίρα
Η ευρωπαϊκή απασχόληση ολισθαίνει, η νεανική πέφτει, η αγοραστική δύναμη μειώνεται και μαζί της μειώνεται και η ζήτηση και τα έσοδα των κρατών. Γι’ αυτό αυξάνεται το δημόσιο χρέος και η μια πολιτική λιτότητας ακολουθεί την άλλη, κάνοντας όλο και πιο ισχνά τα περιθώρια ανάπτυξης. Η κατάρρευση του 2008-2009 όλης της Ευρώπης είδε μια μικρή άνοδο το 2010 και στο τέλος του 2011 που διανύουμε, η παραγωγή επιβραδύνεται ξανά παντού, συμπεριλαμβανομένης της ισχυρότερης χώρας, της Γερμανίας.
Από την πλευρά τους, τα κεφάλαια μετατοπίζονται όλο και περισσότερο από την επένδυση της παραγωγής στην επένδυση σε χρηματοοικονομικούς τίτλους, όπου τα κέρδη είναι μεγαλύτερα. Η πίεση των τραπεζών, που έγιναν όλες επιχειρησιακές τράπεζες, και η επινόηση ενός πλήθους παραγώγων – τα οποία περιπλέκονται τόσο πολύ μεταξύ τους ώστε να μην έχουν καμία βάση να στηριχτούν, με το σχηματισμό και την έκρηξη της μιας «φούσκας» μετά την άλλη – έφερε το χρηματοοικονομικό τομέα σε ένα μέγεθος κατά πολύ ανώτερο από το παγκόσμιο ΑΕΠ. Οι ανησυχίες και οι στόχοι των G20 δε σταμάτησαν με κανένα τρόπο το χρηματοοικονομικό τομέα, ούτε καν στα ελάχιστα όρια της κατάργησης των φορολογικών παραδείσων.
Η αμεσότητα της κοινωνικής σύγκρουσης είχε μεταβάλλει την Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στην περιοχή με τις λιγότερες ανισορροπίες μεταξύ πλούσιων και φτωχών, γιατί το ακαθάριστο προϊόν διανεμόταν σχεδόν κατά τρία τέταρτα στην εργασία και κατά ένα τέταρτο στα κέρδη και στις προσόδους. Το 2000 το ποσοστό των ημερομισθίων είχε κατέβει κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες, στο 65%, και από τότε δεν ανέκαμψε. Η αύξηση του εισοδήματος συγκεντρωνόταν όλο και περισσότερο στα χέρια του πιο πλούσιου 10% και, μεταξύ των πλουσίων, στο 1% των πάμπλουτων. Οι μεσαίες τάξεις φτώχυναν και μεγάλωσαν οι περιοχές απόλυτης φτώχιας. Αυτό το αντιμετωπίζουν όλο και λιγότερο οι πολιτικές του κράτους, καθώς αυτό είναι υποχρεωμένο να μειώσει τη στήριξη στους απόρους και κάθε μορφή κοινωνικής πρόνοιας, και να επιβάλλει μια μεγαλύτερη φορολογία των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, με την ταξική πρόθεση να μην πλήξει τα μεγάλα εισοδήματα, μασκαρεμένη σε ελπίδα ότι αυτά θα αποφασίσουν να τα επανεπενδύσουν στην παραγωγή.
Οι συνέπειες του να μην θιγούν
τα χρηματοοικονομικά κέρδη
Αυτός ο φαύλος κύκλος και η επιμονή να μην πληγούν ούτε οι πρόσοδοι ούτε οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές οδήγησε την ΕΕ στη σημερινή πτώση της ανάπτυξης και στον αυξανόμενο δανεισμό των κρατών. Αν σ’ αυτό προστεθεί και το ρεύμα μεταναστών, που δημιουργείται από την ελπίδα των τελευταίων να βρουν στην Ευρώπη μια δουλειά που λείπει σε άλλες ηπείρους, ιδιαίτερα στην Αφρική, γίνεται κατανοητό πώς οι χώρες που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στο πέρασμά τους, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, εφαρμόζουν μέτρα παρεμπόδισης της πρόσβασής τους και απέλασης -συχνά σε εθνική βάση (στους Ρομ)- που έρχονται σε αντίθεση με όλες τις αρχές δικαιωμάτων, ανθρώπινων και πολιτικών, για τις οποίες η ΕΕ συνηθίζει να καυχιέται. Από την πλευρά τους, τα ευρωπαϊκά εργατικά χέρια, σκληρά χτυπημένα από τις κυβερνήσεις τους, δε βλέπουν αλληλέγγυα τους δυστυχείς που αποβιβάζονται στις ακτές τους: ο πόλεμος μεταξύ φτωχών έχει κηρυχτεί.
Αν ο φιλελευθερισμός, η απορρύθμιση και η ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων έκαναν δυσχερέστατη μια οικονομική πολιτική των κρατών και απαγορευμένη ακόμη και στην ΕΕ, ποιος θα γίνει η ηγεμονική δύναμη της ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Η κρίση που άρχισε με την αμερικανική καταστροφή των subprimes του 2008 και η σημερινή ελληνική κρίση το φανέρωσαν με σκληρό τρόπο. Η σφαίρα της πολιτικής απόφασης, αφού παρέδωσε από τη μια πλευρά στις νομισματικές προτεραιότητες, από την άλλη στο παιχνίδι των αγορών το μεγαλύτερο μέρος των εξουσιών που κατείχε στην οικονομία, δε στάθηκε πλέον ικανή ούτε να παρακολουθήσει ούτε να διορθώσει την ανάπτυξη ή την παρακμή των κρατών μελών της. Το μεγάλωμα του ελληνικού χρέους, εξαιτίας των αυξανόμενων ανισορροπιών της οικονομίας και ενός γελοίου δημοσιονομικού συστήματος, τη στιγμή που η Ευρώπη άφηνε ελεύθερες τις τράπεζές της να κερδοσκοπούν, έσπρωξε τη χώρα στην αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της. Μα όταν εξερράγη αυτή η πραγματικότητα, ποιον βρήκε μπροστά της η Ελλάδα; Όχι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ούτε την Κομισιόν, και ακόμη λιγότερο το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Βρήκε μπροστά της τον γαλλογερμανικό άξονα, οι τράπεζες του οποίου είναι οι μεγαλύτεροι πιστωτές της.
Ποια ευρωπαϊκή απόφαση ανάθεσε στη Γαλλία και στη Γερμανία να αντιμετωπίσουν την ελληνική κρίση; Καμία. Πίσω από τις πλάτες της Γαλλίας και της Γερμανίας ήταν η ΕΚΤ, ο διοικητής της οποίας ήταν έτοιμος για αναχώρηση προκειμένου να αντικατασταθεί από τον Μάριο Ντράγκι, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, υπό τη διοίκηση -έπειτα από τον σεξουαλικό εκτραχηλισμό του Ντομινίκ Στρος Καν- της πρώην υπουργού οικονομικών Κριστίν Λαγκάρντ. Ποιος στην ΕΕ έδωσε την ευχέρεια στον πρόεδρο Σαρκοζί και στην καγκελάριο Μέρκελ να αποφασίζουν την πτώχευση μιας χώρας, την ενδεχόμενη έξοδό της από το ευρώ, τους όρους για να αποφευχθεί η μια και η άλλη καταστροφή (χωρίς να ληφθούν καν υπόψη οι επανειλημμένες προσπάθειες ισχυρών συμφωνιών);
Η εξουσία των μεγάλων
οικονομιών – δανειστών
Η εξουσία των μεγάλων οικονομιών, που είχαν δανείσει την καημένη την Ελλάδα. Μια εξουσία θεσπισμένη από τους οίκους αξιολόγησης. Αυτοί όρισαν ότι η Γερμανία, με τα αποθέματά της, είναι η μόνη χώρα με τρία A η οποία μπορεί να έχει πρόσβαση σε πίστωση με επιτόκιο 2,5%. Η Γαλλία με τα τρία ταλαντευόμενα A της πρέπει να πληρώσει ένα επιτόκιο του 3%, η Ιταλία έχει μόνο δυο ολόκληρα A και πρέπει να πληρώσει περίπου 7% ενώ η Ελλάδα, που δεν έχει καλούς βαθμούς, πρέπει να πληρώσει ένα επιτόκιο από 24% έως 30%, εφόσον οι πιστωτές πιστεύουν τόσο λίγο στις δυνατότητες επιστροφής του χρέους ώστε να εφαρμόζουν επιτόκια που συνιστούν ήδη μερική επιστροφή του κεφαλαίου. Είναι λοιπόν η Γερμανία και η Γαλλία που τίθενται απέναντι στην Ελλάδα, που χρωστάει κυρίως στις τράπεζές τους, και αυτές είναι που καθορίζουν το πρόγραμμα διάσωσης: περικοπές στους μισθούς, περικοπές στις συντάξεις, πώληση όλων των υπαρχόντων δημόσιων αγαθών, λεόντειοι φόροι και εικοσαετείς έλεγχοι. Σε αντάλλαγμα, η μείωση κατά το ήμισυ της αξίας των ελληνικών τίτλων που κατέχουν οι ιδιωτικές τράπεζες.
Όταν ο πρωθυπουργός Παπανδρέου, που είχε λάβει υπόψη του όλα αυτά, εκδήλωσε την πρόθεση να υποβάλλει το πρόγραμμα σε ένα λαϊκό δημοψήφισμα, με δεδομένη τη δέσμευση που αυτό συνιστούσε για κάθε Έλληνα πολίτη, ήρθε το τέλος του κόσμου. Ήταν μια προδοσία της Ευρώπης. Από πού κι ως πού ο ελληνικός λαός θα ψήφιζε για το στραγγάλισμά του; Ήδη οι πολίτες της ηπείρου καταψήφιζαν κατά κανόνα τις ευρωπαϊκές συμφωνίες που έθεταν υπό την κρίση τους, και οι κυβερνήσεις προτιμούσαν να τις περάσουν από τις πιο πειθήνιες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Με λίγα λόγια, ο Παπανδρέου και το κοινοβούλιο απέσυραν την πρόταση, η κυβέρνηση έπεσε, ένας συνασπισμός εθνικής ενότητας θα οδηγήσει την Ελλάδα σε σύντομες εκλογές. Αυτή είναι η ακριβής φωτογραφία της δημοκρατίας στην Ευρώπη. Η επόμενη χώρα που θα βρεθεί στην ίδια θέση θα είναι η Ιταλία.
Ποια Ευρώπη θα βρει απέναντί της; Την ίδια. Αν οι αγορές -ευγενική αφηρημένη διατύπωση για να μην αναφέρουμε ονόματα πολύ συγκεκριμένων ιδιοκτησιών- έχουν επικρατήσει πάνω στα κράτη, σημαίνει ότι έχουν ρευστοποιήσει το βάρος των πολιτικών παρατάξεων. Ποια Ιταλία θα βρεθεί μπροστά σ’ αυτή την Ευρώπη;
Οι δημοκρατικοί κληρονόμοι προσοχή μπροστά στη νεοφιλελεύθερη γραμμή
Τα απομεινάρια της ριζοσπαστικής αριστεράς έχουν εξαιρεθεί από την εκπροσώπηση χάρις σε έναν εκλογικό νόμο-παγίδα και χάρις στα όριά τους –πρώτα απ’ όλα επειδή δεν εξέτασαν τις αλλαγές του κεφαλαίου και της εργασίας, δηλαδή τα μεγέθη του χρηματοοικονομικού τομέα και τον κατακερματισμό της μισθωτής εργασίας. Οι δημοκρατικοί κληρονόμοι του πρώην κομμουνιστικού κόμματος, συγχυσμένοι και μετανιωμένοι που υπήρξαν κομμουνιστές, στάθηκαν προσοχή μπροστά στη φιλελεύθερη γραμμή που τους είχαν παραδώσει οι κυβερνήσεις της κεντροαριστεράς, χωρίς καν να σταματήσουν στο κεϊνσιανό μέτωπο. Οι σοσιαλιστές στην Ιταλία δεν υπάρχουν πια. Το κέντρο -αν δεχτούμε ότι έχει μια συμβολική παρουσία- δεν είναι παρά μια ευπαρουσίαστη δεξιά. Η πιο βαριά ασθένεια είναι ότι η χώρα εμπιστεύθηκε, για τρεις φορές από το 1994, άρα γνωρίζοντας πολύ καλά τι έκανε, εκείνα τα αυξανόμενα όρια μπερδεμένης ανομίας και διαφθοράς, δηλαδή τον μπερλουσκονισμό, ο οποίος φάνηκε στους μισούς Ιταλούς σχεδόν σαν μια ξέγνοιαστη πονηριά, δικαιολογημένη από το φιάσκο της αριστεράς. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι και τα κόμματά του υπήρξαν αυτό το νέο περίβλημα της χριστιανοδημοκρατικής κυριαρχίας, το οποίο αρνήθηκε μόνο η αριστερά της χριστιανικής δημοκρατίας. Και οι αντισυνταγματικές κλίσεις του μπερλουσκονισμού βρήκαν ένα χρήσιμο σύμμαχο στον λαϊκισμό της Lega, που είναι αντιευρωπαϊκός επειδή είναι σε χαμηλό επίπεδο «υπέρ της λαϊκής κυριαρχίας». Ένας φασισμός ανήσυχος και έτοιμος για κάποια μεταστροφή δεν είχε τη δύναμη να αντέξει το συνασπισμό του Μπερλουσκόνι.
Η εκκαθάριση η οποία πιθανό να γίνει με την αναχώρηση του Μπερλουσκόνι, θα δώσει χώρο σε μια σκληρή φιλελεύθερη δεξιά, που θα συμφωνήσει με την αντίστοιχη γαλλογερμανική για μια θεραπεία σοκ του τεράστιου ιταλικού χρέους, του πιο επαχθούς της Ευρώπης. Μας περιμένουν δάκρυα και αίμα, και μας αξίζουν.
Θα μπορούσε να την ελαφρύνει ένας στοχασμός των πρώτων πατέρων της Ευρώπης, οι οποίοι εκφράζουν κάποιες ανησυχίες για έναν εκφυλισμό που θα παρέσυρε, έπειτα από τις χώρες της περιφέρειας, και το κέντρο, μιας που η ελληνική συνταγή δεν γίνεται να επεκταθεί χωρίς να επιβάλλει μια ύφεση από την οποία δε θα μπορεί να σωθεί κανείς. Η επείγουσα ανάγκη να τεθεί ένα όριο στην επέκταση και στην κυριαρχία του χρηματοοικονομικού τομέα, μέσα από μια σημαντική φορολόγηση των συναλλαγών, μέσα από τη δυνατότητα της ΕΚΤ να αγοράζει από τις δευτερογενείς αγορές τμήμα των δημόσιων χρεών, μειώνοντας αμέσως τις ληστρικές επιθέσεις των αγορών, μέσα από μια φορολογική μεταρρύθμιση όλων των χωρών της ηπείρου και την έκδοση ομολόγων για να δοθεί νέα ώθηση σε μια ανάπτυξη που σήμερα έχει στραγγαλιστεί – στη γραμμή των προτάσεών μας – θα χαλάρωνε τα δεσμά που η πολιτική σφαίρα έθεσε στον εαυτό της και θα επέτρεπε μια αρχή αντιφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Τα επικείμενα εκλογικά ραντεβού στη Γαλλία και στη Γερμανία, το καινούριο ανακάτεμα των χαρτιών στην Ιταλία -προς το παρόν πολύ μπερδεμένο-, ανοίγουν κάποιες χαραμάδες σε μια τροποποίηση που δεν περιορίζεται σε δεήσεις υπέρ της σκληρής εξυγίανσης των προϋπολογισμών, με μια αναγέννηση της ταπεινωμένης αριστεράς.
Τα κινήματα που εξαπλώνονται
τα μόνα μέσα που διαθέτουμε
Λέω αναγέννηση γιατί σήμερα τα μόνα πολιτικά και ηθικά μέσα που διαθέτουμε, με τα οποία θα έκανε καλά να συνδεθεί ό,τι υγιές απομένει από το αντιπροσωπευτικό σύστημα, είναι τα κινήματα που εξαπλώνονται σε παγκόσμια κλίμακα, αγγίζοντας μέχρι και τον αμερικανικό ναό της Wall Street, και στην Ιταλία όσοι προώθησαν τα δημοψηφίσματα για το νερό και τα κοινωφελή αγαθά, οι οικολόγοι, όσοι είναι αντίθετοι στην ατομική ενέργεια, και υπερασπίζουν τα μικρά έργα –μεταξύ άλλων την υδρογεωλογική εξυγίανση της χώρας- και, ελπίζουμε, και την κουλτούρα. Για το κοινωνικό κράτος που πυροβολείται, για το σχολείο και την υγεία, η διαμαρτυρία δε σταμάτησε ποτέ και έχει την κρίσιμη μάζα της. Αυτό το άνοιγμα των συνειδήσεων και της διάθεσης για αγώνα θα πρέπει να κάνει και το ηθικά αναγκαίο άλμα προς μια αλληλεγγύη με τις χώρες που υπήρξαν αποικίες μας και που εμείς εγκαταλείψαμε, ή ίσως οδηγήσαμε, στην απόγνωση της πείνας, των ασθενειών και των φυλετικών πολέμων.
Το γεγονός ότι και σε χώρες λιγότερο κατεστραμμένες οικονομικά έχουμε σήμερα «αρνητική ανάπτυξη» -όπως λέγεται συνήθως- μας ωθεί να αναστοχαστούμε τι σημαίνει «ανάπτυξη», από πού μπορεί να προέλθουν απασχόληση, εισοδήματα, τεχνολογίες. Η απώλεια της εργασίας και η επισφάλεια είναι ασθένειες της κοινωνίας. Δεν μειώνουν μόνο τα δημόσια έσοδα, εκμηδενίζοντας τα περιθώρια του κοινωνικού κράτους –παιδεία, υγεία, πρόνοια- αλλά αποσυνθέτουν κάθε τάση για ελευθερία, ισότητα και αλληλεγγύη, τις μόνες βέβαιες αξίες που η ήπειρός μας παρήγε για τους ανθρώπους της.
Η πολιτική ζει μέσα σ’ αυτά τα υποκείμενα και σ’ αυτά τα θεμελιώδη ζητήματα. Οι προτάσεις που ανέπτυξε η συζήτησή μας για την «πορεία της Ευρώπης» είναι μια πρώτη εξέγερση ενάντια στις τάσεις, που μπορούμε χωρίς υπερβολή να ονομάσουμε εγκληματικές, του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου, της όλο και πιο άνισης συσσώρευσης, μιας σκληρότητας προς τους φτωχούς που δεν έχει καμία σχέση με τη λιτότητα.
Είναι μια πρώτη και στοιχειώδης αλλαγή της σημερινής ευρωπαϊκής πορείας. Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι είναι ένα πρόγραμμα τόσο λογικό ώστε να μπορεί να ξαναδώσει στη λέξη «μεταρρυθμιστής» το χαμένο της νόημα. Είναι όμως μια στροφή προς την κατεύθυνση μιας ανθρώπινης συμβίωσης λιγότερο άγριας απ’ αυτή στην οποία τόσο εύκολα παραδοθήκαμε.
Μετ: Τόνια Τσίτσοβιτς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου